δίθηκτος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίθηκτος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) [[δίκοπος]], [[δίστομος]]. | |mltxt=[[δίθηκτος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) [[δίκοπος]], [[δίστομος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίθηκτος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] κόψεις, [[δίκοπος]], [[δίστομος]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A two-edged, ξίφος A.Pr.863.
Greek (Liddell-Scott)
δίθηκτος: -ον, δίκοπος, δίστομος, ξίφος Αἰσχύλ. Πρ. 863.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: δίς, θηκτός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble filo ξίφος A.Pr.863.
Greek Monolingual
δίθηκτος, -ον (Α)
(για ξίφος) δίκοπος, δίστομος.
Greek Monotonic
δίθηκτος: -ον, αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος, δίστομος, ξίφος, σε Αισχύλ.