διωθέω: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(big3_12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. med. fut. 2<sup>a</sup> sg. διώσῃ A.<i>Fr</i>.199.9, διώσεαι Democr.B 191; aor. ind. sin aum. διῶσεν <i>Il</i>.21.244, 3<sup>a</sup> plu. διέωσαν X.<i>HG</i> 2.1.8]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[introducir]], [[meter]] c. ac. y [[διά]] c. gen. οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῖρας X.l.c., τρήματα δύο ... δι' ὧν διωθοῦντες τὰς σαρίσας Plb.21.28.14, sólo c. ac. ἐδίωσα τὸν ἐπίουρον Hero <i>Aut</i>.24.3, τὰς ψήφους διωθεῖν meter las cuentas en el ábaco, e.e., hacer los cálculos</i> Thphr.<i>Char</i>.24.12<br /><b class="num">•</b>c. ἐς y ac. [[incluir]] en v. pas. ἐὰν εἰς κύβον δύο κύλινδροι διωσθῶσιν Hero <i>Metr</i>.2.1.<br /><b class="num">2</b> [[destrozar]] ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν este (olmo) cayendo desde las raíces destrozó toda la orilla</i>, <i>Il</i>.l.c.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[abrirse paso por]], [[forzar]] c. ac. en plu. o colect. τὰς ἀντιάδας del médico para aplicar una cura en el fondo de la garganta, Hp.<i>Morb</i>.2.30, del llanto τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους βίᾳ διωθοῦσαν abriéndose paso a la fuerza por los pasajes de los ojos</i> Pl.<i>Ti</i>.68a, en v. med. διωσάμενοι ... τὰ γέρρα Hdt.9.102, τὸν ὄχλον X.<i>Cyr</i>.7.5.39, de una semilla διωσάμενος ταύτην (ὕλην) Thphr.<i>HP</i> 8.11.8, διωσάμενα τὰς τάξεις Plb.11.1.12, αἱ ῥύσεις τῶν ποταμῶν ... διωθοῦνται τὴν θάλατταν Plb.4.41.4.<br /><b class="num">2</b> [[rechazar]] ἐμοὺς ἐχθρούς E.<i>Heracl</i>.995<br /><b class="num">•</b>más frec. en v. med. διώσῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν A.<i>Fr</i>.199.9, οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαι Democr.l.c., τὰς τύχας E.<i>HF</i> 315, στρατὸν ἰθυμαχίῃ διώσασθαι rechazar al ejército en una lucha abierta</i> Hdt.4.102, οὓς οὐ ῥᾴδιον φανερῶς διωθεῖσθαι Pl.<i>Ep</i>.363b, τοὺς μὲν γὰρ εὔνους καὶ μάλιστα φίλους ... διωθεῖτο Ph.2.520, εὐνοίην ... διωθέεσθαι Hdt.7.104, ὃ δὲ μὴ προσίενται ... διωθεῖσθαι Th.4.108, οὐχ ὧδε κῆδος σὸν διώσεται πόσις E.<i>Andr</i>.869, πάντα ταῦτ' ... διεωθοῦντο D.19.139, cf. Plb.18.41.4, διεωσάμην ... ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν D.21.124, cf. I.<i>AI</i> 15.168, διώσασθαι τὴν ... ἐπιβουλήν D.58.65, cf. Arist.<i>EN</i> 1163<sup>b</sup>25, διωθεῖτο τὴν ἀρχήν I.<i>BI</i> 4.604, τὰ νοσερὰ διωθούμενοι Ph.1.516, cf. D.L.7.85, εἰ μὴ διωθεῖται τὰ παρὰ τῆς τύχης Philostr.<i>VA</i> 5.35<br /><b class="num">•</b>c. instrum., en v. pas. χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι (ἀντιλογίην) estaban convencidos de que sería rechazada (la imputación) por medio de dinero</i> Hdt.9.88<br /><b class="num">•</b>concr. [[empujar]] τοῖς κοντοῖς διεωθοῦντο (los marineros) empujaban con los varales</i> Th.2.84, διωθούμενοι ταῖς χερσίν Str.16.4.17, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en sent. fisiol. [[expulsar]], [[eliminar]] ἔστ' ἂν ... ἡ γαστὴρ ... διώσηται τὸ περιττὸν ἅπαν εἰς τὴν νῆστιν Gal.5.567.<br /><b class="num">3</b> abs. en v. med. [[rehusar]] ὁ δὲ διωθέετο ἀντυποκρινόμενος τοιάδε pero éste rehusó contestando así</i> Hdt.6.86β, τοῦ δὲ Βολουμνίου διωσαμένου Plu.<i>Brut</i>.52.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. med. fut. 2<sup>a</sup> sg. διώσῃ A.<i>Fr</i>.199.9, διώσεαι Democr.B 191; aor. ind. sin aum. διῶσεν <i>Il</i>.21.244, 3<sup>a</sup> plu. διέωσαν X.<i>HG</i> 2.1.8]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[introducir]], [[meter]] c. ac. y [[διά]] c. gen. οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῖρας X.l.c., τρήματα δύο ... δι' ὧν διωθοῦντες τὰς σαρίσας Plb.21.28.14, sólo c. ac. ἐδίωσα τὸν ἐπίουρον Hero <i>Aut</i>.24.3, τὰς ψήφους διωθεῖν meter las cuentas en el ábaco, e.e., hacer los cálculos</i> Thphr.<i>Char</i>.24.12<br /><b class="num">•</b>c. ἐς y ac. [[incluir]] en v. pas. ἐὰν εἰς κύβον δύο κύλινδροι διωσθῶσιν Hero <i>Metr</i>.2.1.<br /><b class="num">2</b> [[destrozar]] ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν este (olmo) cayendo desde las raíces destrozó toda la orilla</i>, <i>Il</i>.l.c.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[abrirse paso por]], [[forzar]] c. ac. en plu. o colect. τὰς ἀντιάδας del médico para aplicar una cura en el fondo de la garganta, Hp.<i>Morb</i>.2.30, del llanto τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους βίᾳ διωθοῦσαν abriéndose paso a la fuerza por los pasajes de los ojos</i> Pl.<i>Ti</i>.68a, en v. med. διωσάμενοι ... τὰ γέρρα Hdt.9.102, τὸν ὄχλον X.<i>Cyr</i>.7.5.39, de una semilla διωσάμενος ταύτην (ὕλην) Thphr.<i>HP</i> 8.11.8, διωσάμενα τὰς τάξεις Plb.11.1.12, αἱ ῥύσεις τῶν ποταμῶν ... διωθοῦνται τὴν θάλατταν Plb.4.41.4.<br /><b class="num">2</b> [[rechazar]] ἐμοὺς ἐχθρούς E.<i>Heracl</i>.995<br /><b class="num">•</b>más frec. en v. med. διώσῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν A.<i>Fr</i>.199.9, οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαι Democr.l.c., τὰς τύχας E.<i>HF</i> 315, στρατὸν ἰθυμαχίῃ διώσασθαι rechazar al ejército en una lucha abierta</i> Hdt.4.102, οὓς οὐ ῥᾴδιον φανερῶς διωθεῖσθαι Pl.<i>Ep</i>.363b, τοὺς μὲν γὰρ εὔνους καὶ μάλιστα φίλους ... διωθεῖτο Ph.2.520, εὐνοίην ... διωθέεσθαι Hdt.7.104, ὃ δὲ μὴ προσίενται ... διωθεῖσθαι Th.4.108, οὐχ ὧδε κῆδος σὸν διώσεται πόσις E.<i>Andr</i>.869, πάντα ταῦτ' ... διεωθοῦντο D.19.139, cf. Plb.18.41.4, διεωσάμην ... ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν D.21.124, cf. I.<i>AI</i> 15.168, διώσασθαι τὴν ... ἐπιβουλήν D.58.65, cf. Arist.<i>EN</i> 1163<sup>b</sup>25, διωθεῖτο τὴν ἀρχήν I.<i>BI</i> 4.604, τὰ νοσερὰ διωθούμενοι Ph.1.516, cf. D.L.7.85, εἰ μὴ διωθεῖται τὰ παρὰ τῆς τύχης Philostr.<i>VA</i> 5.35<br /><b class="num">•</b>c. instrum., en v. pas. χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι (ἀντιλογίην) estaban convencidos de que sería rechazada (la imputación) por medio de dinero</i> Hdt.9.88<br /><b class="num">•</b>concr. [[empujar]] τοῖς κοντοῖς διεωθοῦντο (los marineros) empujaban con los varales</i> Th.2.84, διωθούμενοι ταῖς χερσίν Str.16.4.17, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en sent. fisiol. [[expulsar]], [[eliminar]] ἔστ' ἂν ... ἡ γαστὴρ ... διώσηται τὸ περιττὸν ἅπαν εἰς τὴν νῆστιν Gal.5.567.<br /><b class="num">3</b> abs. en v. med. [[rehusar]] ὁ δὲ διωθέετο ἀντυποκρινόμενος τοιάδε pero éste rehusó contestando así</i> Hdt.6.86β, τοῦ δὲ Βολουμνίου διωσαμένου Plu.<i>Brut</i>.52.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> ωθώ, [[σπρώχνω]] [[χωριστά]], [[αποκόπτω]], [[διαμελίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπερνώ]], [[τρυπώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ωθώ, [[σπρώχνω]] [[μακριά]] για τον εαυτό μου, [[ορμώ]] διαμέσου, [[προκαλώ]] [[ρήγμα]], με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απωθώ]], [[αποκρούω]], λέγεται για ναύτες που εμποδίζουν τα πλοία να συγκρουστούν, σε Θουκ.· [[διώχνω]], [[αποκρούω]], [[απωθώ]], σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., απαλλάσσομαι από τον κίνδυνο, απομακρύνομαι από αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[απορρίπτω]], Λατ. respuere, στον ίδ., σε Θουκ.· απόλ., [[αρνούμαι]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωθέω Medium diacritics: διωθέω Low diacritics: διωθέω Capitals: ΔΙΩΘΕΩ
Transliteration A: diōthéō Transliteration B: diōtheō Transliteration C: diotheo Beta Code: diwqe/w

English (LSJ)

aor.

   A διῶσα Hom. (v. infr.), διέωσα X.HG2.1.8, ἐδίωσα codd. in Hero Aut.24.3:—push asunder, tear away, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν . . διῶσε the elm as it fell uprooted tore the bank away, Il.21.244; διώσας καὶ κατακτείνας ἐχθρούς E.Heracl.995; drive apart, τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους Pl.Ti.67e.    2 thrust through, τι διά τινος X.HG2.1.8, Plb.21.28.14.    II more freq. in Med. (fut. διώσομαι Democr.191), force one's way through, break through, τὰ γέρρα Hdt.9.102; τὸν ὄχλον X.Cyr.7.5.39; τὰς τάξεις Plb.11.1.12; δ. τὴν ὕλην, of roots, Thphr.HP8.11.8; τὴν θάλατταν, of a river, Plb.4.41.4.    2 push from oneself, push away, τοῖς κόντοις διεωθοῦντο, of sailors, Th.2.84; ἡ γαστὴρ δ. τὸ περιττὸν εἰς τὴν νῆστιν Gal. 5.567; repulse, στρατὸν ἰθυμαχίῃ Hdt.4.102; οἷς [πέτροις] . . διώσει στρατόν A.Fr.199.9 (Dobr.); κῆρας Democr. l. c.; τὰς τύχας E.HF 315; ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν repel it, D.21.124; τὴν ἐπιβουλήν Id.58.65: abs., get rid of danger, Hdt.9.88.    3 reject, τὴν εὔνοιαν Id.7.104; ὃ μὴ προσίενται Th.4.108; τὴν ἐπικουρίαν Arist.EN1163b25; of bribes, D.19.139: abs., refuse, Hdt.6.86.β, Plu.Brut.52: so pf. Pass. διῶσμαι cj. for δίωμαι in this sense, Thgn.1311.

Greek (Liddell-Scott)

διωθέω: μέλλ. διωθήσω καὶ διώσω· ‒ ὠθῶ χωριστά, ἀπο-κόπτω, ἀποσπῶ, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν… διῶσεν, ἡ πτελέα ἐκριζωθεῖσα καὶ πεσοῦσα ἀπέσπασε καὶ ἐχώρισε τὸν κρημνόν, τὴν ὄχθην, Ἰλ. Φ. 244· διώσας... ἐχθροὺς Εὐρ. Ἡρακλ. 995. 2) σταματῶ, φράττω, τὰς διεξόδους Πλάτ. Τιμ. 67Ε. 3) ῥίπτω διὰ μέσου, διαπερῶ, τι διά τι Πολύβ. 22. 11, 17, πρβλ. Πλούτ. Βρούτ. 52. ΙΙ. συχνότερον κατὰ μέσ. τύπον, ὠθῶ μακρὰν χάριν ἐμαυτοῦ, ἐκβιάζω τὴν ὁδὸν διὰ μέσου, ὁρμῶ διὰ μέσου, κάμνω ῥῆγμα, τὰ γέρρα Ἡρόδ. 9. 102· τὸν ὄχλον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· τὰς τάξεις Πολύβ. 11. 1, 12· δ. τὴν ὕλην, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 8· τὴν θάλατταν, ἐπὶ ποταμοῦ, Πολύβ. 4. 41. 4· ‒ ἀπολ., διωθεῖσθαι πρός τι Πλούτ. Αἰμιλ. 1, κτλ. 2) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, τοῖς κοντοῖς διωθοῦντο, ἐπὶ ναυτῶν κωλυόντων τὰ πλοῖα ἀπὸ συγκρούσεως, Θουκ. 2. 84· ‒ ἀπωθῶ, ἀποκρούω, στρατὸν ἰθυμαχίῃ Ἡρόδ. 4. 102· οἷς [πέτροις]... διώσει στρατὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 9· δ. τὰς τύχας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 315· ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν, ἀποκρούω, Δημ. 555. 18· τὴν ἐπιβουλὴν ὁ αὐτ. 1342. 20· ‒ ἀπολ., ἀπαλλάττομαι τοῦ κινδύνου, ἀποκρούω τὸν κίνδυνον, ἀπομακρύνω, Ἡρόδ. 9. 88. 3) ἀπορρίπτω, Λατ. respuere, τὴν εὔνοιαν ὁ αὐτ. 7. 104· ὃ μὴ ἐφίενται Θουκ. 4. 108· τὴν ἐπικουρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 14, 4· ‒ ἀπολ., ἀρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 86, 2· ὁ Bgk. ἀναγινώσκει παθ. πρκμ. διῶσμαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Θέογν. 1311.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. διώσω;
1 pousser à travers;
2 pousser violemment (dans le vide), précipiter, acc.;
Moy. διωθέομαι-οῦμαι (f. διώσομαι, ao. διεωσάμην);
I. repousser loin de soi, acc. ; fig. :
1 repousser, se défendre contre, acc. ; abs. écarter un danger;
2 repousser avec dédain, refuser, acc.;
II. se repousser l’un l’autre;
III. se frayer un chemin à travers, acc..
Étymologie: διά, ὠθέω.

English (Autenrieth)

only aor. διῶσε, forced away, tore away, Il. 21.244†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. fut. 2a sg. διώσῃ A.Fr.199.9, διώσεαι Democr.B 191; aor. ind. sin aum. διῶσεν Il.21.244, 3a plu. διέωσαν X.HG 2.1.8]
I 1introducir, meter c. ac. y διά c. gen. οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῖρας X.l.c., τρήματα δύο ... δι' ὧν διωθοῦντες τὰς σαρίσας Plb.21.28.14, sólo c. ac. ἐδίωσα τὸν ἐπίουρον Hero Aut.24.3, τὰς ψήφους διωθεῖν meter las cuentas en el ábaco, e.e., hacer los cálculos Thphr.Char.24.12
c. ἐς y ac. incluir en v. pas. ἐὰν εἰς κύβον δύο κύλινδροι διωσθῶσιν Hero Metr.2.1.
2 destrozar ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν este (olmo) cayendo desde las raíces destrozó toda la orilla, Il.l.c.
II 1abrirse paso por, forzar c. ac. en plu. o colect. τὰς ἀντιάδας del médico para aplicar una cura en el fondo de la garganta, Hp.Morb.2.30, del llanto τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους βίᾳ διωθοῦσαν abriéndose paso a la fuerza por los pasajes de los ojos Pl.Ti.68a, en v. med. διωσάμενοι ... τὰ γέρρα Hdt.9.102, τὸν ὄχλον X.Cyr.7.5.39, de una semilla διωσάμενος ταύτην (ὕλην) Thphr.HP 8.11.8, διωσάμενα τὰς τάξεις Plb.11.1.12, αἱ ῥύσεις τῶν ποταμῶν ... διωθοῦνται τὴν θάλατταν Plb.4.41.4.
2 rechazar ἐμοὺς ἐχθρούς E.Heracl.995
más frec. en v. med. διώσῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν A.Fr.199.9, οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαι Democr.l.c., τὰς τύχας E.HF 315, στρατὸν ἰθυμαχίῃ διώσασθαι rechazar al ejército en una lucha abierta Hdt.4.102, οὓς οὐ ῥᾴδιον φανερῶς διωθεῖσθαι Pl.Ep.363b, τοὺς μὲν γὰρ εὔνους καὶ μάλιστα φίλους ... διωθεῖτο Ph.2.520, εὐνοίην ... διωθέεσθαι Hdt.7.104, ὃ δὲ μὴ προσίενται ... διωθεῖσθαι Th.4.108, οὐχ ὧδε κῆδος σὸν διώσεται πόσις E.Andr.869, πάντα ταῦτ' ... διεωθοῦντο D.19.139, cf. Plb.18.41.4, διεωσάμην ... ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν D.21.124, cf. I.AI 15.168, διώσασθαι τὴν ... ἐπιβουλήν D.58.65, cf. Arist.EN 1163b25, διωθεῖτο τὴν ἀρχήν I.BI 4.604, τὰ νοσερὰ διωθούμενοι Ph.1.516, cf. D.L.7.85, εἰ μὴ διωθεῖται τὰ παρὰ τῆς τύχης Philostr.VA 5.35
c. instrum., en v. pas. χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι (ἀντιλογίην) estaban convencidos de que sería rechazada (la imputación) por medio de dinero Hdt.9.88
concr. empujar τοῖς κοντοῖς διεωθοῦντο (los marineros) empujaban con los varales Th.2.84, διωθούμενοι ταῖς χερσίν Str.16.4.17, cf. Hsch.
en sent. fisiol. expulsar, eliminar ἔστ' ἂν ... ἡ γαστὴρ ... διώσηται τὸ περιττὸν ἅπαν εἰς τὴν νῆστιν Gal.5.567.
3 abs. en v. med. rehusar ὁ δὲ διωθέετο ἀντυποκρινόμενος τοιάδε pero éste rehusó contestando así Hdt.6.86β, τοῦ δὲ Βολουμνίου διωσαμένου Plu.Brut.52.

Greek Monotonic

διωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω,
I. 1. ωθώ, σπρώχνω χωριστά, αποκόπτω, διαμελίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. διαπερνώ, τρυπώ, σε Πλούτ.
II. Μέσ., ωθώ, σπρώχνω μακριά για τον εαυτό μου, ορμώ διαμέσου, προκαλώ ρήγμα, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
3. απωθώ, αποκρούω, λέγεται για ναύτες που εμποδίζουν τα πλοία να συγκρουστούν, σε Θουκ.· διώχνω, αποκρούω, απωθώ, σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., απαλλάσσομαι από τον κίνδυνο, απομακρύνομαι από αυτόν, σε Ηρόδ.
4. απορρίπτω, Λατ. respuere, στον ίδ., σε Θουκ.· απόλ., αρνούμαι, σε Ηρόδ.