εἶλαρ: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(10) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἶλαρ]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φραγμός]]<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[προπύργιο]]. | |mltxt=[[εἶλαρ]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[φραγμός]]<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[προπύργιο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἶλαρ:''' τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. ([[εἴλω]]), [[σκεπή]], [[καταφύγιο]], [[ασφάλεια]], [[εἶλαρ]] [[νηῶν]] τε καὶ αὐτῶν, [[καταφύγιο]] για [[πλοίο]] και [[πλήρωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἶλαρκύματος</i>, [[φράγμα]] [[εναντίον]] των κυμάτων, [[κυματοθραύστης]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, used only in nom. and acc. sg.,
A covering, shelter, defence, εἶ. νηῶν τε καὶ αὐτῶν shelter for ship and crew, Il.7.338, etc.; κύματος εἶ. fence against the waves, Od.5.257. (ϝέλϝαρ, cf. ἔλαρ Hsch., εἴλω.)
German (Pape)
[Seite 728] ατος, τό, Bedeckung, Schutzwehr; νηῶν, für die Schiffe, Il. 7, 338; κύματος, gegen die Woge, Od. 5, 257.
Greek (Liddell-Scott)
εἶλαρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ: (εἴλω): - ἕρκος, φραγμός, σκέπη, φυλακή, ἀσφάλεια, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν Ἰλ. ΙΙ. 338, κτλ.· κύματος εἶλαρ ἔμεν, «πρὸς ἀσφάλειαν καὶ πρὸς τὸ ἀπείργειν τὸ κῦμα λυόμενον ἐκεῖσε εἰς ἀφρὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 257.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
enveloppe ; abri : νηῶν IL pour les vaisseaux ; κύματος OD contre les flots.
Étymologie: εἴλω.
English (Autenrieth)
(ϝειλ., εἴλω): means of defence, protection; κύματος, ‘against the wave,’ Od. 5.257.
Spanish (DGE)
-ος, τό
• Morfología: [en Hom. sólo en nom.-ac. sg.]
protección, defensa εἶ. νηῶν τε καὶ αὐτῶν ref. πύργοι Il.7.338, 437, ref. τεῖχος Il.14.56, 68, κύματος εἶ. abrigo contra las olas, Od.5.257, δάχματος εἶ. protección contra la mordedura Nic.Th.701, σκιάζοντας εἴλαρος χάριν de las ramas de un árbol que resguardan del sol Liber Iann.p.137.
• Etimología: Prob. de *u̯el-u̯r̥ rel. εἰλέω ‘rechazar’.
Greek Monolingual
εἶλαρ, το (Α)
1. φραγμός
2. σκέπη, προπύργιο.
Greek Monotonic
εἶλαρ: τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (εἴλω), σκεπή, καταφύγιο, ασφάλεια, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν, καταφύγιο για πλοίο και πλήρωμα, σε Ομήρ. Ιλ.· εἶλαρκύματος, φράγμα εναντίον των κυμάτων, κυματοθραύστης, σε Ομήρ. Οδ.