Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγνώμων]], ο (AM) [[επιγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχωρεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιρετός]] [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>2.</b> [[εκτιμητής]] («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] εἷναι τοῡ παιδός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]].
|mltxt=[[ἐπιγνώμων]], ο (AM) [[επιγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχωρεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιρετός]] [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>2.</b> [[εκτιμητής]] («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] εἷναι τοῡ παιδός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγνώμων:''' -ονος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[διαιτητής]], [[κριτής]], [[δικαστής]], με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.· ἐπ. τῆς [[τιμῆς]], [[εκτιμητής]] αυτής, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> = [[συγγνώμων]], αυτός που συγχωρεί, <i>τινί</i>, σε Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγνώμων Medium diacritics: ἐπιγνώμων Low diacritics: επιγνώμων Capitals: ΕΠΙΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: epignṓmōn Transliteration B: epignōmōn Transliteration C: epignomon Beta Code: e)pignw/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A arbiter, umpire, judge, c.gen.rei, Pl.Lg.828b, LXX Pr.12.26, CIG(add.) 3641b27 (Lampsacus); αἰτιῶν Plu.Cam.18; ὀσφρήσιος, of the nose, Hp.Ep.23; ἐ. τῆς τιμῆς appraiser, D.37.40: abs., Luc.Deor. Conc.15.    2. in pl., inspectors, Lys.7.25 ap.Harp. (γνώμονας codd.).    II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.4.70.    III. acquainted with, φύσεως, γυναικῶν, Ph.1.29, 2.274; τέχνης S.E.M.7.56.

German (Pape)

[Seite 933] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = ἐπίσκοπος, Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht γνώμων. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, Ggstz von ἰδιώτης, τινός, gezt. Emp. adv. log. 1, 56 adv. rhet. 67 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, διαιτητής, κριτής, μετὰ γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἶναι τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = συγγνώμων. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. γνώμων, «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν γνώμων Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui décide de, juge, arbitre.
Étymologie: ἐπιγιγνώσκω.

Greek Monolingual

ἐπιγνώμων, ο (AM) επιγιγνώσκω
1. έμπειρος
2. αυτός που συγχωρεί
αρχ.
1. αιρετός κριτής, διαιτητής
2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῡ παιδός», Δημοσθ.)
3. επιστάτης, επόπτης.

Greek Monotonic

ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ,
I. διαιτητής, κριτής, δικαστής, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.· ἐπ. τῆς τιμῆς, εκτιμητής αυτής, σε Δημ.
II. = συγγνώμων, αυτός που συγχωρεί, τινί, σε Μόσχ.