θεράπευμα: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεράπευμα]], τὸ (Α) [[θεραπεύω]]<br /><b>1.</b> (για θεούς ή ήρωες) [[λατρεία]]<br /><b>2.</b> [[περιποίηση]], [[υπηρεσία]] [[προς]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[φροντίδα]] του σώματος<br /><b>4.</b> ιατρική [[θεραπεία]]<br /><b>5.</b> [[παρασκεύασμα]] χρήσιμο ως [[φάρμακο]].
|mltxt=[[θεράπευμα]], τὸ (Α) [[θεραπεύω]]<br /><b>1.</b> (για θεούς ή ήρωες) [[λατρεία]]<br /><b>2.</b> [[περιποίηση]], [[υπηρεσία]] [[προς]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[φροντίδα]] του σώματος<br /><b>4.</b> ιατρική [[θεραπεία]]<br /><b>5.</b> [[παρασκεύασμα]] χρήσιμο ως [[φάρμακο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεράπευμα:''' -ατος, τό, ιατρική [[περίθαλψη]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευμα Medium diacritics: θεράπευμα Low diacritics: θεράπευμα Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΜΑ
Transliteration A: therápeuma Transliteration B: therapeuma Transliteration C: therapevma Beta Code: qera/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a service done to another:    I θ. θεοῦ divine worship, Pl.Def.415a.    2 service paid to a person, ξενικὰ θ. Id.Lg.718b, cf. Plu.2.1117c.    II care of the body, Pl.Grg.524b (pl.); of a child, E.Hyps.Fr.3(1) ii 12 (lyr., pl.).    2 surgical treatment, Hp.Mochl.40(pl.), Arist.EN1181b3 (pl.); Ἀσκλαπιοῦ IG4.952.96 (Epid.), etc.    III concrete, preparations, drugs, Hp.Morb.4.34.

German (Pape)

[Seite 1199] τό, Dienstleistung, Wartung, Pflege des Körpers, Plat. Gorg. 524 b; ξενικά Legg. IV, 718 a; Xen. Cyr. 5, 5, 28; Heilung, Arist. eth. 10, 10. – Bei Plut. adv. Col. 17 Bezeugung der Hochachtung.

Greek (Liddell-Scott)

θεράπευμα: τό, ὑπηρεσία γινομένη εἰς ἕτερον, Ι. θ. θεοῦ, θεία λατρεία, Πλάτ. Ὅροι 415A. 2) περιποίησις, ὑπηρεσία πρός τινα, ξενικὰ θ. Πλάτ. Νόμ. 718D, πρβλ. Πλούτ. 2. 1117C. ΙΙ. μέριμνα, φροντίς, περιποίησις τοῦ σώματος, Πλάτ. Γοργ. 524B. 2) ἰατρικὴ θεραπεία, Ἱππ. Μοχλ. 866, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 soin, remède;
2 marque d’égards.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek Monolingual

θεράπευμα, τὸ (Α) θεραπεύω
1. (για θεούς ή ήρωες) λατρεία
2. περιποίηση, υπηρεσία προς κάποιον
3. φροντίδα του σώματος
4. ιατρική θεραπεία
5. παρασκεύασμα χρήσιμο ως φάρμακο.

Greek Monotonic

θεράπευμα: -ατος, τό, ιατρική περίθαλψη, σε Αριστ.