κοΐ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κοΐ (Α)<br />κωμική [[απομίμηση]] του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.]. | |mltxt=κοΐ (Α)<br />κωμική [[απομίμηση]] του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοΐ:''' Κωμική [[λέξη]], για να εκφράσει το γρύλλισμα των νεαρών χοίρων, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
onomatop., to express the
A squeaking of young pigs, Ar.Ach. 780, cf. Hdn.Gr.1.505.
Greek (Liddell-Scott)
κοΐ: ὀνοματοπ., πρὸς ἔκφρασιν τῆς κραυγῆς τῶν χοιριδίων, «ποιὰ τῶν δελφακίων φωνὴ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 780.
French (Bailly abrégé)
interj.
onomatopée pour imiter le couinement du porc.
Syn. γοῖ γοῖ.
Greek Monolingual
κοΐ (Α)
κωμική απομίμηση του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].
Greek Monotonic
κοΐ: Κωμική λέξη, για να εκφράσει το γρύλλισμα των νεαρών χοίρων, σε Αριστοφ.