κρύψις: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρύψις]], ἡ (Α) [[κρύπτω]]<br /><b>1.</b> [[κρύψιμο]], [[απόκρυψη]] («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι [[χρεών]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα [[σελήνη]]) [[επικάλυψη]], [[δύση]] ή [[έκλειψη]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[απόκρυψη]] του σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο<br /><b>4.</b> [[μυστήριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κρύψις]] τῶν ἐπιμηνίων» — [[αναστολή]] τών εμμήνων.
|mltxt=[[κρύψις]], ἡ (Α) [[κρύπτω]]<br /><b>1.</b> [[κρύψιμο]], [[απόκρυψη]] («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι [[χρεών]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα [[σελήνη]]) [[επικάλυψη]], [[δύση]] ή [[έκλειψη]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[απόκρυψη]] του σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο<br /><b>4.</b> [[μυστήριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κρύψις]] τῶν ἐπιμηνίων» — [[αναστολή]] τών εμμήνων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρύψις:''' -εως, ἡ (κρύπ-τω), [[κρύψιμο]], [[απόκρυψη]], [[συγκάλυψη]], σε Ευρ.· η [[τέχνη]] της απόκρυψης στη Ρητορική, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύψις Medium diacritics: κρύψις Low diacritics: κρύψις Capitals: ΚΡΥΨΙΣ
Transliteration A: krýpsis Transliteration B: krypsis Transliteration C: krypsis Beta Code: kru/yis

English (LSJ)

εως, ἡ, κρύπτω)

   A hiding, concealment, κρυφθῆναι κρύψιν E. Ba.955, cf. Plb.10.46.3; opp. φάσις, of stars, disappearance below the horizon, Gem.13.2, al., Ti.Locr.97b (pl.); occultation, Theo Sm. p.192 H. (pl.); heliacal setting, Metrod.Herc.831.10, Ptol.Alm.8.4, Tetr.4, Theo Sm.p.137 H.; of new moon, Ptol.Tetr.22; disappearance, Plu.2.366d.    2 suppression, ἐπιμηνίων Gal.19.495.    3 concealment of stolen goods, Arist.Rh.1372a32.    4 mystery, secret, κρύψιν μεγάλην ἀνυμνοῦντες Dam.Pr.52bis.

Greek (Liddell-Scott)

κρύψις: -εως, ἡ, (κρύπτω) ἀπόκρυψις, «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ φάσις, ἐπὶ ἀστέρων, ἐπισκίασις, ἔκλειψις, Τίμ. Λοκρ. 97Β· ἐξαφάνισις, Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ κρύψις εἶναι μέθοδος δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. κρύπτω Ι. 5, καὶ κρυπτικός.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de cacher ; particul. action de cacher sa pensée, dissimulation;
2 action d’être caché ou de se cacher, action de disparaître.
Étymologie: κρύπτω.

Greek Monolingual

κρύψις, ἡ (Α) κρύπτω
1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.)
2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη
3. (ρητ.) η απόκρυψη του σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο
4. μυστήριο
5. φρ. «κρύψις τῶν ἐπιμηνίων» — αναστολή τών εμμήνων.

Greek Monotonic

κρύψις: -εως, ἡ (κρύπ-τω), κρύψιμο, απόκρυψη, συγκάλυψη, σε Ευρ.· η τέχνη της απόκρυψης στη Ρητορική, σε Αριστ.