λειριόεις: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειριόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[λείριον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρίνο]] ως [[προς]] το [[χρώμα]], [[λευκός]] σαν το [[κρίνο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]] («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κρίνο]] («λειριόεντα [[κάρη]]» — τα [[άνθη]] του κρίνου, τα [[κρίνα]], <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]] του τζιτζικιού) [[λεπτός]], [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[μονότονος]] («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[φωνή]] τών Μουσών) [[γλυκύς]], [[τρυφερός]], [[απαλός]]. | |mltxt=[[λειριόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[λείριον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρίνο]] ως [[προς]] το [[χρώμα]], [[λευκός]] σαν το [[κρίνο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρυφερός]], [[απαλός]] («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κρίνο]] («λειριόεντα [[κάρη]]» — τα [[άνθη]] του κρίνου, τα [[κρίνα]], <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]] του τζιτζικιού) [[λεπτός]], [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[μονότονος]] («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[φωνή]] τών Μουσών) [[γλυκύς]], [[τρυφερός]], [[απαλός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λειριόεις:''' -εσσα, -εν, όμοιος με [[κρίνο]]· μεταφ., χρὼς [[λειριόεις]], [[επιδερμίδα]] όμοια με [[κρίνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τζιτζίκια, <i>ὂπα λειριόεσσαν</i>, η λεπτή τους [[φωνή]], στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν, prop.
A like a lily, but in Hom. only metaph., χρόα λειριόεντα lily skin, Il.13.830; of the cicadae, ὄπα λειριόεσσαν their delicate voice, 3.152; of the Muses' voice, Hes.Th.41; Ἑσπερίδες Q.S.2.418. 2 of the lily, κάρη Nic.Al.406.
German (Pape)
[Seite 26] εσσα, εν, von der Lilie, lilienartig (vgl. auch λειρός), χρὼς λειριόεις, die lilienweiße, zarte Haut, Il. 13, 830; übertr. von der Stimme der Cicaden, ὃψ λειριόεσσα, die zarte, liebliche Stimme, 3, 152, wie von der Stimme der Musen, Hes. Th. 41 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 903; Ἑσπερίδες Qu. Sm. 2, 418.
Greek (Liddell-Scott)
λειριόεις: εσσα, εν, (λείριον)˙― ὡς κρίνον, ὅμοιος κρίνῳ, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., χρὼς λειριόεις, ἐπιδερμὶς ὁμοία πρὸς κρίνον, Ἰλ. Ν. 830˙ ἐπὶ τῶν τεττίγων, ὄψ λειριόεσσα, ἡ λεπτὴ αὐτῶν φωνή, Γ. 152˙ καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 41˙ Ἑσπερίδες Κόϊντ. Σμ. 2. 418. 2) τοῦ κρίνου, κάρη Νικ. Ἀλ. 406.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
blanc ou beau comme un lis ; qui a la douceur du lis.
Étymologie: λείριον.
English (Autenrieth)
εσσα (λείριον): lily-like, lily-white, Il. 13.830 ; ὄψ, ‘delicate,’ Il. 3.152. (Il.)
Greek Monolingual
λειριόεις, -εσσα, -εν (Α) λείριον
1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο
2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» — τα άνθη του κρίνου, τα κρίνα, Νίκ.)
4. (για τη φωνή του τζιτζικιού) λεπτός, οξύς, διαπεραστικός, μονότονος («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῑσι», Ομ. Ιλ.)
5. (για τη φωνή τών Μουσών) γλυκύς, τρυφερός, απαλός.
Greek Monotonic
λειριόεις: -εσσα, -εν, όμοιος με κρίνο· μεταφ., χρὼς λειριόεις, επιδερμίδα όμοια με κρίνο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τζιτζίκια, ὂπα λειριόεσσαν, η λεπτή τους φωνή, στο ίδ.