ὁδοιπορία: Difference between revisions
(28) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὁδοιπορία]] και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [[οδοιπόρος]]<br /><b>1.</b> [[πορεία]] σε δρόμο, [[πεζοπορία]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[πορεία]] («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ταξίδι]] διά μέσου ξηράς σε [[αντιδιαστολή]] με το [[ταξίδι]] διά μέσου θαλάσσης<br /><b>2.</b> [[αντοχή]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πεζοπορίας. | |mltxt=η (Α [[ὁδοιπορία]] και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [[οδοιπόρος]]<br /><b>1.</b> [[πορεία]] σε δρόμο, [[πεζοπορία]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[πορεία]] («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ταξίδι]] διά μέσου ξηράς σε [[αντιδιαστολή]] με το [[ταξίδι]] διά μέσου θαλάσσης<br /><b>2.</b> [[αντοχή]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πεζοπορίας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁδοιπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ταξίδι]], [[διαδρομή]], [[πεζοπορία]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A walking, h.Merc.85, Hp.Fract. 15 (pl.), Hdt.2.29,8.118 ; ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις γυμνάζειν X.Cyr.1.2.10 ; τὸ ἄδηλον τῆς ὁ. the uncertainty of the journey by road, POxy.118v.6 (iii A. D.); power of walking, Nonn.D.25.552 ; journey, σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας IG22.2640.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁδοιπορία, «ταξεῖδι», δρόμος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως ὁδοιπορία, «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης (πλοῦς), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marche, voyage ; particul. voyage par terre.
Étymologie: ὁδοιπόρος.
English (Strong)
from the same as ὁδοιπορέω; travel: journey(-ing).
English (Thayer)
(ὁδοποιέω) ὁδοποιῶ; in Greek writings from Xenophon down, to make a road; to level, make passable, smooth, open, a way; and so also in the Sept.: ὡδοποιησε τρίβον τῇ ὀργή αὐτοῦ, for פִּלֵס, סָלַל, to construct a lever way by casting up an embankment, פִּנָּה, דֶּרֶך פִּנָּה, Song of Solomon , at least apparently, in L Tr marginal reading WH marginal reading (see ποιέω, I:1a. and c.) (with ὁδόν added, Xenophon, anab. 4,8, 8).
Greek Monolingual
η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) οδοιπόρος
1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία
2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ)
αρχ.
1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. αντοχή κατά τη διάρκεια πεζοπορίας.
Greek Monotonic
ὁδοιπορία: Ιων. -ίη, ἡ, ταξίδι, διαδρομή, πεζοπορία, σε Ηρόδ. κ.λπ.