ὀλιγοσιτία: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀλιγοσιτία]]) [[ολιγόσιτος]]<br />[[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]], [[λιγοφαγία]] («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται [[καθάπερ]] oἱ νοσοῡντες», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=η (Α [[ὀλιγοσιτία]]) [[ολιγόσιτος]]<br />[[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]], [[λιγοφαγία]] («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται [[καθάπερ]] oἱ νοσοῡντες», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγοσῑτία:''' ἡ, περιορισμένη [[κατανάλωση]] τροφής, [[εγκράτεια]] ως προς την [[ποσότητα]] του φαγητού που καταναλώνει [[κάποιος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.
German (Pape)
[Seite 321] ἡ, das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
frugalité, sobriété.
Étymologie: ὀλιγόσιτος.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγοσιτία) ολιγόσιτος
εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῡντες», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὀλῐγοσῑτία: ἡ, περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.