ὁσιότης: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(T22) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὁσιότητος, ἡ ([[ὅσιος]]), [[piety]] toward God, [[fidelity]] in observing the obligations of [[piety]], [[holiness]]: joined [[with]] διακιοσυνη ([[see]] [[ὅσιος]] (and [[δικαιοσύνη]], 1b.)): Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 48,4 [ET]. ([[Xenophon]], [[Plato]], Isocrates, others; the Sept. for יֹשֶׁר, תֹּם, Schmidt, [[chapter]] 181.) | |txtha=ὁσιότητος, ἡ ([[ὅσιος]]), [[piety]] toward God, [[fidelity]] in observing the obligations of [[piety]], [[holiness]]: joined [[with]] διακιοσυνη ([[see]] [[ὅσιος]] (and [[δικαιοσύνη]], 1b.)): Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 48,4 [ET]. ([[Xenophon]], [[Plato]], Isocrates, others; the Sept. for יֹשֶׁר, תֹּם, Schmidt, [[chapter]] 181.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁσιότης:''' -ητος, ἡ, [[ευσέβεια]], [[αγιότητα]], σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A disposition to observe divine law, piety, Pl.Prt.329c, Euthphr.14d sq., X.Cyr.6.1.47, SIG654B10 (Delph., ii B. C.), etc.; πρὸς θεῶν ὁ. piety towards them, Plu.Alc.34 ; πρὸς τοὺς θεούς Id.2.359f; also, like Lat. pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁ. D.S.7.4 ; πρὸς τὴν τεκοῦσαν Id.31.27.
German (Pape)
[Seite 395] ητος, ἡ, sowohl objectiv göttliches Recht, was den Göttern gebührt, Gottesdienst, Plut. de Is. et Os. 23, ἀνθρώποις κατόχοις ὑπὸ τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς τούτους ὁσιότητος, vgl. Alcib. 34, – als auch subjectiv Heiligkeit der Gesinnung, Gottesfurcht, neben δικαιοσύνη, Plat. Prot. 329 c, der Euthyphr. 14 e sagt ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ἡ ὁσιότης ἂν εἴη; bei Xen. Cyr. 6, 1, 47 neben σωφροσύνη als Tugend des Kyros gerühmt; u. so Sp.; D. Sic. exc. de virt. p. 546 stehen gegenüber ἡ πρὸς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς θεοὺς εὐσέβεια; u. Plut. de aud. poet. 7 p. 99 sagt τὴν τῶν χρημάτων σωτηρίαν ἀπόδειξιν εἶναι τῆς τῶν Φαιάκων ὁσιότητος, wo er hinzusetzt οὐ γὰρ ἂν ἀκερδῶς φέροντας αὐτὸν εἰς ἀλλοτρίαν ἐκβάλλειν χώραν, ἀποσχομένους τῶν χρημάτων, also Rechtlichkeit, Gewissenhaftigkeit.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ὅσιος, διάθεσις πρὸς τήρησιν τοῦ θείου νόμου, εὐσέβεια, ἁγιότης, Πλάτ. Πρωτ. 329C, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Εὐθύφρονα 14Ε κἑξ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47· πρὸς θεῶν ὁσ., εὐσέβεια πρὸς θεούς, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τοὺς θεοὺς ὁ αὐτ. 2. 359F· ― ὡσαύτως πρὸς τὸ pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁσ. Διοδ. Ἐκλογ. 546. 52, πρβλ. 587, 96. ΙΙ. ὡς τιμητικὴ προσηγορία, ἡ ἡμετέρα ὁσιότης. Ἐκκλ.· μετὰ γεν., Εὐάγρ. 2. 9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 religion, culte des dieux;
2 piété, sainteté, vertu.
Étymologie: ὅσιος.
Spanish
English (Strong)
English (Thayer)
ὁσιότητος, ἡ (ὅσιος), piety toward God, fidelity in observing the obligations of piety, holiness: joined with διακιοσυνη (see ὅσιος (and δικαιοσύνη, 1b.)): Clement of Rome, 1 Corinthians 48,4 [ET]. (Xenophon, Plato, Isocrates, others; the Sept. for יֹשֶׁר, תֹּם, Schmidt, chapter 181.)