πρόκριμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[προκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθετί]] που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν [[πρόκριμα]] για τις επερχόμενες εκλογές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εκ τών προτέρων [[κρίση]] ή [[απόφαση]] («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> προδικαστική [[απόφαση]].
|mltxt=το, ΝΑ [[προκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθετί]] που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν [[πρόκριμα]] για τις επερχόμενες εκλογές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εκ τών προτέρων [[κρίση]] ή [[απόφαση]] («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> προδικαστική [[απόφαση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόκρῐμα:''' τό, πρόωρη [[κρίση]], [[πρόκριση]], [[προκατάληψη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκρῐμα Medium diacritics: πρόκριμα Low diacritics: πρόκριμα Capitals: ΠΡΟΚΡΙΜΑ
Transliteration A: prókrima Transliteration B: prokrima Transliteration C: prokrima Beta Code: pro/krima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A prejudgement, 1 Ep.Ti.5.21, Anon. ap. Suid., Greg.Cor. in Rh.7.1123 W.    2 = praejudicium, IG5(1).21 ii 7 (Sparta, ii A.D.), Mitteis Chr.88 ii 30 (ii A.D.), PFlor.68.13 (ii A.D.), Cod.Just.10.11.8.5.

German (Pape)

[Seite 731] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκρῐμα: τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων κρίσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, ἔνθα ὑπάρχει καὶ τὸ ῥῆμα προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jugement porté d’avance, prévention.
Étymologie: προκρίνω.

English (Strong)

from a compound of πρό and κρίνω; a prejudgment (prejudice), i.e. prepossession: prefer one before another.

English (Thayer)

προκρίματος, τό (πρό and κρίμα), an opinion formed before the facts are known, a prejudgment, a prejudice, (Vulg. praejudicium): Suidas, under the word; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian manuscript 10,11, 8, § ἐ)).

Greek Monolingual

το, ΝΑ προκρίνω
νεοελλ.
καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές»)
αρχ.
1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)
2. προδικαστική απόφαση.

Greek Monotonic

πρόκρῐμα: τό, πρόωρη κρίση, πρόκριση, προκατάληψη, σε Καινή Διαθήκη