προσείω: Difference between revisions
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[σείω]]<br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] απειλητικά [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]] («τί μοι προσείων χεῑρα σημαίνεις φόνον;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] και το [[κουνώ]] [[μπροστά]] από κάποιον (α. «[[ὥσπερ]] γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «προσείειν γυμνὰ τὰ [[ξίφη]]», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρουσιάζω]] ως [[δέλεαρ]] («προσείειν αὐλητρίδας», Αιλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προσείειν φόβον» — [[επισείω]] [[κάτι]] ως [[φόβητρο]]. | |mltxt=Α [[σείω]]<br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] απειλητικά [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]] («τί μοι προσείων χεῑρα σημαίνεις φόνον;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] και το [[κουνώ]] [[μπροστά]] από κάποιον (α. «[[ὥσπερ]] γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «προσείειν γυμνὰ τὰ [[ξίφη]]», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρουσιάζω]] ως [[δέλεαρ]] («προσείειν αὐλητρίδας», Αιλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προσείειν φόβον» — [[επισείω]] [[κάτι]] ως [[φόβητρο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κρατώ]] έξω και [[ανακινώ]], [[σείω]], [[προσείω]] χεῖρα, [[κινώ]] απειλητικά, σε Ευρ.· <i>προσείειν ἀνασείειν τε</i> (τὸν [[πλόκαμον]]), το «[[κυματίζω]]» πάνω [[κάτω]], στον ίδ.· μεταφ., [[προσείω]] φόβον, ως μπαμπούλας, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A hold out and shake, π. χεῖρα shake it threateningly, E.HF 1218; προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον] wave it up and down, Id.Ba.930; π. γυμνὰ τὰ ξίφη Ael.VH12.23; θαλλὸν π. wave a bough before cattle, so as to lead them on, Pl.Phdr.230d; π. θήρατρα τοῖς ὄρνισι Ael.NA1.29; and metaph., π. Σειρῆνας, αὐλητρίδας, hold them out as a bait, ib.17.22, Ep.16; π. φόβον hold a thing out as a bugbear, Th.6.86, cf. Ael.Fr.22.
German (Pape)
[Seite 758] vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. πλόκαμον, ab- u. aufwärts schütteln, Eur. Bacch. 928; vorhalten u. schütteln, ὥςπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι, Plat. Phaedr. 230 d, wo vulg. προσιόντες ist; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt, Thuc. 6, 86.
Greek (Liddell-Scott)
προσείω: σείω τι ἔμπροσθέν τινος, τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόνον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1218 (πρβλ. προσειλέω)· προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον], κινεῖν αὐτὸν ἄνω καὶ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 930· πρ. γυμνὰ τὰ ξίφη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 23· ὥσπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· θήρατρα ἕτερα τοῖς ὄρνισι προσείει μυκωμένη Αἰλ. π. Ζ. 1. 29· καὶ μεταφορ., θέλγων τὴν ἀκοὴν ὕμνῳ τινὶ γαμικῷ προσείοντι Σειρῆνας αὐτόθι 17. 23· σὺ δέ μοι αὐλητρίδας προσείεις Ἐπιστ. 16· πρ. φόβον, ἐπισείω τι ὡς μορμολυκεῖον, Θουκ. 6. 86. Πρβλ. Ruhnk. Τίμ. ἐν λέξ. θαλλός.
French (Bailly abrégé)
agiter devant ; particul. agiter un appât pour attirer, un épouvantail pour effrayer ; fig. intimider.
Étymologie: πρό, σείω.
Greek Monolingual
Α σείω
1. κουνώ κάτι απειλητικά μπροστά σε κάποιον άλλο («τί μοι προσείων χεῑρα σημαίνεις φόνον;», Ευρ.)
2. κρατώ κάτι και το κουνώ μπροστά από κάποιον (α. «ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι», Πλάτ.
β. «προσείειν γυμνὰ τὰ ξίφη», Αιλ.)
3. μτφ. παρουσιάζω ως δέλεαρ («προσείειν αὐλητρίδας», Αιλ.)
4. φρ. «προσείειν φόβον» — επισείω κάτι ως φόβητρο.
Greek Monotonic
προσείω: μέλ. -σω, κρατώ έξω και ανακινώ, σείω, προσείω χεῖρα, κινώ απειλητικά, σε Ευρ.· προσείειν ἀνασείειν τε (τὸν πλόκαμον), το «κυματίζω» πάνω κάτω, στον ίδ.· μεταφ., προσείω φόβον, ως μπαμπούλας, σε Θουκ.