προσκαταλείπω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[καταλείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] επί [[πλέον]] ως [[κληρονομιά]] («[[ἀρχήν]]... προσκατέλιπον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] ή [[χάνω]] επί [[πλέον]] («προσκαταλείπειν σχολήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[περίσσευμα]]<br /><b>4.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πίσω]] μου.
|mltxt=Α [[καταλείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] επί [[πλέον]] ως [[κληρονομιά]] («[[ἀρχήν]]... προσκατέλιπον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] ή [[χάνω]] επί [[πλέον]] («προσκαταλείπειν σχολήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[περίσσευμα]]<br /><b>4.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πίσω]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκαταλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] [[επιπλέον]] ως [[κληρονομιά]], [[κληροδοτώ]], [[ἀρχήν]] τινι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγκαταλείπω]] ή χάνω [[επιπλέον]], <i>τὰ αὐτῶν</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταλείπω Medium diacritics: προσκαταλείπω Low diacritics: προσκαταλείπω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proskataleípō Transliteration B: proskataleipō Transliteration C: proskataleipo Beta Code: proskatalei/pw

English (LSJ)

   A leave besides as a legacy, ἀρχήν τινι Th.2.36: also, leave or lose besides, τὰ αὑτῶν Id.4.62; σχολήν Plu.2.840e.    II leave over, of surplus material, LXXEx.36.7; leave behind, in dissection or operations, Heliod. ap. Orib.50.48.5, Gal.2.531: generally, leave behind one, τὸ ἱμάτιον J.AJ2.4.5.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu, dabei zurück, übrig lassen, Thuc. 2, 36. 4, 62 u. Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταλείπω: καταλείπω προσέτι εἰς κληρονομίαν, ἀρχήν τινι Θουκ. 2. 86· ὡσαύτως, ἐγκαταλείπω ἢ χάνω προσέτι, τὰ αὑτῶν ὁ αὐτ. 4. 62· σχολὴν Πλουτ. 2. 840Ε.

French (Bailly abrégé)

laisser en outre.
Étymologie: πρός, καταλείπω.

Greek Monolingual

Α καταλείπω
1. αφήνω επί πλέον ως κληρονομιάἀρχήν... προσκατέλιπον», Θουκ.)
2. εγκαταλείπω, αφήνω ή χάνω επί πλέον («προσκαταλείπειν σχολήν», Πλούτ.)
3. αφήνω περίσσευμα
4. αφήνω κάτι πίσω μου.

Greek Monotonic

προσκαταλείπω: μέλ. -ψω,
I. αφήνω επιπλέον ως κληρονομιά, κληροδοτώ, ἀρχήν τινι, σε Θουκ.
II. εγκαταλείπω ή χάνω επιπλέον, τὰ αὐτῶν, στον ίδ.