πτίσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πτίττω Α<br /><b>1.</b> [[εκλεπίζω]], [[αποφλοιώνω]], [[ξεφλουδίζω]] [[κριθάρι]] ή άλλα [[δημητριακά]]<br /><b>2.</b> [[κοπανίζω]] [[μέσα]] σε [[γουδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. λ., όρος της γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>peis</i>-/ <i>pis</i>- «[[λειανίζω]], [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], [[αλέθω]] σε [[γουδί]]» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>pi</i>-<i>na</i>-<i>sti</i> «[[συνθλίβω]]» (με έρρινο [[ένθημα]]), λατ. <i>pin</i>-<i>so</i> «[[κοπανίζω]]», <i>pistor</i> «[[μυλωνάς]]», <i>piso</i> «[[γουδί]]», λιθουαν. <i>paisaũ</i> «[[κοπανίζω]] σπόρους», [[καθώς]] και με τ. νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pestle</i> «[[γουδοχέρι]]», ιταλ. <i>pestare</i> «[[κοπανίζω]]»). Ο ελλ. τ. [[πτίσσω]] εμφανίζει αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>πτ</i>- ([[αντί]] <i>π</i>-), το οποίο απαντά σε αρκετές ελλ. λ., <b>πρβλ.</b> [[πτέρνη]], [[πτύον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πόλεμος]]) και κατάλ. -<i>σσω</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[πάσσω]], [[πλάσσω]]. Ο αττ. τ. <i>πτίττω</i> δεν απαντά [[συχνά]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πτύσσω]])].
|mltxt=και πτίττω Α<br /><b>1.</b> [[εκλεπίζω]], [[αποφλοιώνω]], [[ξεφλουδίζω]] [[κριθάρι]] ή άλλα [[δημητριακά]]<br /><b>2.</b> [[κοπανίζω]] [[μέσα]] σε [[γουδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. λ., όρος της γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>peis</i>-/ <i>pis</i>- «[[λειανίζω]], [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], [[αλέθω]] σε [[γουδί]]» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>pi</i>-<i>na</i>-<i>sti</i> «[[συνθλίβω]]» (με έρρινο [[ένθημα]]), λατ. <i>pin</i>-<i>so</i> «[[κοπανίζω]]», <i>pistor</i> «[[μυλωνάς]]», <i>piso</i> «[[γουδί]]», λιθουαν. <i>paisaũ</i> «[[κοπανίζω]] σπόρους», [[καθώς]] και με τ. νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pestle</i> «[[γουδοχέρι]]», ιταλ. <i>pestare</i> «[[κοπανίζω]]»). Ο ελλ. τ. [[πτίσσω]] εμφανίζει αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>πτ</i>- ([[αντί]] <i>π</i>-), το οποίο απαντά σε αρκετές ελλ. λ., <b>πρβλ.</b> [[πτέρνη]], [[πτύον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πόλεμος]]) και κατάλ. -<i>σσω</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[πάσσω]], [[πλάσσω]]. Ο αττ. τ. <i>πτίττω</i> δεν απαντά [[συχνά]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πτύσσω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτίσσω:''' αόρ. αʹ <i>ἔπτῐσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπτίσθην</i>, παρακ. <i>ἔπτισμαι</i>· [[αποφλοιώνω]], [[ξεφλουδίζω]] ή [[θρυμματίζω]], [[κοπανίζω]] σε [[γουδί]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτίσσω Medium diacritics: πτίσσω Low diacritics: πτίσσω Capitals: ΠΤΙΣΣΩ
Transliteration A: ptíssō Transliteration B: ptissō Transliteration C: ptisso Beta Code: pti/ssw

English (LSJ)

Pherecr.183, Ar.Fr.339, Att. πτίττω ib.271 (prob. l.), Luc.Herm.79, v.l. in Pherecr. l.c.: aor.

   A ἔπτῐσα Hdt.2.92:—Pass., aor. ἐπτίσθην Gp.12.23.2, (περι-) Thphr.HP4.4.10: pf. ἔπτισμαι Hp.VM14, Arist.HA595b10:—winnow grain, Hp. l.c. (Pass.), Pherecr. l.c., etc.; πτισσουσῶν ᾠδή the song of women winnowing, Ar.Fr.339.    II bray in a mortar, τὸ ἐκ μέσου τοῦ λωτοῦ Hdt. l.c., cf. D.L.9.59, Luc. l.c. (Cf. Lat. pinso, Skt. piná[snull ][tnull ]i 'pound'.)

German (Pape)

[Seite 810] fut. πτίσω, perf. pass. ἔπτισμαι, Gerste und andere Körner durch Stampfen enthülsen, schroten auf der Mühle, Arist. u. Folgde; Luc. Hermot. 79; übh. zerstampfen, zerschroten, Her. 2, 92; Diogen. L. epigr. (VII, 133). – Das alte Stammwort scheint πισσω zu sein, das lat. pinso, piso, davon πίτυρον.

Greek (Liddell-Scott)

πτίσσω: Φερεκ. ἐν Ἀδήλ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267, 323· ἀόρ. ἔπτῐσα Ἡρόδ. 2. 92. - Παθητ., ἀόρ. ἐπτίσθην, (περι-) Θεόφρ.· - πρκμ. ἔπτισμαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 7, 1 (πρβλ. περιπτίσσω). Ἐκλεπίζω, ἀποφλοιῶ σῖτον, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Φερεκρ., κλπ.· πτισσουσῶν ᾠδή, ᾠδὴ ἣν ᾖδον αἱ εἰς τὴν ἐκλέπισιν ἢ τὸ καθάρισμα τῆς κριθῆς ἀπασχολούμεναι γυναῖκες, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 323. ΙΙ. ἐκλεπίζω, ξεφλουδίζω, ἢ κοπανίζω ἐντὸς ὅλμου, τὸ ἐκ μέσου τοῦ λωτοῦ... πτίσαντες ποιεῦνται ἐξ αὐτοῦ ἄρτους ὀπτοὺς Ἡρόδ. 2. 92· - παρὰ Διογ. Λ. 9. 59, Λουκ. Ἑρμότ. 79, δέον νὰ ληφθῇ ἐν τῇ τελευταίᾳ ταύτῃ σημασίᾳ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. pish (συντρίβω), ὅθεν pish-t-ka (χονδροκοπανιμένοι κόκκοι)· Λατ. pins-ere, pis-tor· Σλαυ. pis-eno (ἄλφιτον)· - ἡ συγγένεια τοῦ πίτυρον δὲν εἶναι τόσον φανερά, ὅρα Curt. Gr. Et. 365b.). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔπτισα, pf. inus.
Pass. pf. ἔπτισμαι;
piler ; broyer, concasser, écraser.
Étymologie: R. Πτισ, plier ; cf. lat. pinsere, pistor.

English (Slater)

πτίσσω πυθμένα πτίξεις (nullo sensu codd.: πτάξεις coni. Edmonds: ποθ' ἥξεις Wil.) fr. 207.

Greek Monolingual

και πτίττω Α
1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά
2. κοπανίζω μέσα σε γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος της γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα peis-/ pis- «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pi-na-sti «συνθλίβω» (με έρρινο ένθημα), λατ. pin-so «κοπανίζω», pistor «μυλωνάς», piso «γουδί», λιθουαν. paisaũ «κοπανίζω σπόρους», καθώς και με τ. νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. pestle «γουδοχέρι», ιταλ. pestare «κοπανίζω»). Ο ελλ. τ. πτίσσω εμφανίζει αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα πτ- (αντί π-), το οποίο απαντά σε αρκετές ελλ. λ., πρβλ. πτέρνη, πτύον (βλ. και λ. πόλεμος) και κατάλ. -σσω, πιθ. αναλογικά προς τα πάσσω, πλάσσω. Ο αττ. τ. πτίττω δεν απαντά συχνά (βλ. και λ. πτύσσω)].

Greek Monotonic

πτίσσω: αόρ. αʹ ἔπτῐσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπτίσθην, παρακ. ἔπτισμαι· αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω ή θρυμματίζω, κοπανίζω σε γουδί, σε Ηρόδ.