σίκερα: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(37) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(στους Εβραίους και σε άλλους σημιτικούς λαούς) [[είδος]] δυνατού οινοπνευματώδους ποτού που παρασκευαζόταν με [[ζύμωση]] του σιταριού και του κριθαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημιτικό [[δάνειο]], <b>πρβλ.</b> εβρ. <i>š</i><i>ē</i><i>kar</i>]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br />(στους Εβραίους και σε άλλους σημιτικούς λαούς) [[είδος]] δυνατού οινοπνευματώδους ποτού που παρασκευαζόταν με [[ζύμωση]] του σιταριού και του κριθαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημιτικό [[δάνειο]], <b>πρβλ.</b> εβρ. <i>š</i><i>ē</i><i>kar</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σίκερα:''' τό, οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται μέσω ζύμωσης, σε Καινή Διαθήκη (εβρ. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A fermented liquor, strong drink, LXX Le.10.9, Is.24.9, Ev.Luc.1.15, Gal.19.693. (Cf. Hebr. šēkār.)
German (Pape)
[Seite 880] τό, ein künstlicher Wein, ein geistiges, berauschendes Getränk, wie Cider, Bier, Sorbet u. dgl., Sp. Bei Euseb. praep. evang. 6, 10 auch im gen. σίκερος.
Greek (Liddell-Scott)
σίκερα: τό, ποτὸν πνευματῶδες διὰ ζυμώσεως παρασκευαζόμενον, μεθυστικόν, Ἑβδ. (Λευιτ. Ι΄, 9, Ἡσαΐ. ΚΔ΄ , 9), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 15· γεν. σίκερος Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 275Β· - σικεροποτέω, Καισαρ. Ζητ. 47· - σικερατίζω, Εὐσ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἐκ τοῦ Ἑβρ. shêkâr).
French (Bailly abrégé)
ερος (τό) :
boisson fermentée (cidre, etc.).
Étym. hébr. shèkâr.
English (Strong)
of Hebrew origin (שֵׁכָר); an intoxicant, i.e. intensely fermented liquor: strong drink.
English (Thayer)
τό (Hebrew שֵׁכָר (rather, according to Kautzsch (Gram., p. 11) for שִׁכְרָא (properly, σικρα) the stative emphatic of שְׁכַר (literally, 'intoxicating' drink))), indeclinable (Winer s Grammar, 68 (66); Buttmann, 24 (21)) (yet Eusebius, praep. evang. 6,10, 8 has a genitive σικερος (and Sophocles in his Lex. quotes from Cyrill. Alex. 1,1041d. (edited by Migne) a genitive σικερατος), strong drink, an intoxicating beverage, different from wine (except in μέθυσμα, Winer s RWB under the word Wein, künstlicher; (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Drink, Strong).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
(στους Εβραίους και σε άλλους σημιτικούς λαούς) είδος δυνατού οινοπνευματώδους ποτού που παρασκευαζόταν με ζύμωση του σιταριού και του κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. šēkar].
Greek Monotonic
σίκερα: τό, οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται μέσω ζύμωσης, σε Καινή Διαθήκη (εβρ. λέξη).