συνιεῖ: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(Bailly1_5)
 
(6)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ind. prés. réc. de</i> [[συνίημι]].
|btext=<i>3ᵉ sg. ind. prés. réc. de</i> [[συνίημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνιεῖ:''' γʹ ενικ. του [[συνίημι]] (όπως αν προερχόταν από τύπο <i>συνιέω</i>).
}}
}}

Latest revision as of 01:56, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ind. prés. réc. de συνίημι.

Greek Monotonic

συνιεῖ: γʹ ενικ. του συνίημι (όπως αν προερχόταν από τύπο συνιέω).