ὑετός: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(42) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑετός]], ΝΜΑ<br />η [[βροχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> το [[σύνολο]] τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, [[εκτός]] τών νεφών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ημέρα]] υετού»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]]) ραγδαία, ορμητική και [[συνεχής]] [[βροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕω</i> / <i>ὕει</i> «βρέχει» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>νιφ</i>-[[ετός]], <i>παγ</i>-[[ετός]])]. | |mltxt=ο / [[ὑετός]], ΝΜΑ<br />η [[βροχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> το [[σύνολο]] τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, [[εκτός]] τών νεφών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ημέρα]] υετού»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]]) ραγδαία, ορμητική και [[συνεχής]] [[βροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕω</i> / <i>ὕει</i> «βρέχει» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>νιφ</i>-[[ετός]], <i>παγ</i>-[[ετός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑετός:''' [ῡ], ὁ (ὕω),<br /><b class="num">I.</b> [[βροχή]], Λατ. [[pluvius]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· [[ιδίως]], [[καταρρακτώδης]], [[διαρκής]], συνεχόμενη [[βροχή]], Λατ. [[nimbus]], σε αντίθ. προς το [[ὄμβρος]], Λατ. [[imber]], και [[ψεκάς]] ή [[ψακάς]], [[ψιλόβροχο]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. σε υπερθ. <i>ἄνεμοι ὑετώτατοι</i>, οι πιο βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ὁ, (
A ὕὠ rain, Il.12.133, Hes.Op.545; ποιεῖν ὑετόν Ar.V.263 (lyr.); esp. a heavy shower (whereas ὄμβρος is continuous rain, ψεκάς or ψακάς drizzle), Antipho5.22, X.Cyn.5.4, Arist. Mete.347a12, Mu.394a31, Chrysipp.Stoic.2.203: pl., rains, Diog. Apoll.3, Arist.PA653a4. II as Adj. in Sup., ἄνεμοι ὑετώτατοι the rainiest winds, Hdt.2.25 (where θυετιώτατοι cod. D., ὑετιώτατοι Hude). [ῡ Hom., Hes., Att.; later ῠ in ῠετοῖο Nic.Th.273.]
German (Pape)
[Seite 1175] ὁ, der Regen; Il. 12, 133; Hes. O. 547; Ar. Vesp. 263; ἀνέμων καὶ ὑετῶν γιγνομένων, Plat. Epin. 979 a; bes. Platzregen, mehr als ὄμβρος, Arist. mund. 4 u. meteorol. 1, 9. – Adject., ἄνεμοι ὑετώτατοι, Her. 2, 25, die regenhaftesten Winde, wo Buttmann ὑετιώτατοι schreiben wollte. – [Im gen. ὑετοῖο ist des Verses wegen υ kurz gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑετός: [ῡ], ὁ· (ὕω)· - βροχή, Λατ. pluvius, Ἰλ. Μ. 133, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 543· ποιεῖ ὑετὸν Ἀριστοφ. Σφ. 263· - μάλιστα ῥαγδαία βροχή, Λατ. nimbus, ἐν ᾧ ὄμβρος, Λατ. imber, εἶναι διαρκὴς βροχή, καὶ ψεκὰς ἢ ψακὰς ἡ κατὰ μικρὰς σταγόνας πίπτουσα, «ψιχάλα», Ξεν. Κυν. 5, 4. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 6, πρβλ. Ἀντιφῶντα 132. 8· πληθ., βροχαί, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐν τῷ ὑπερθετ., ἄνεμοι ὑετώτατοι, οἱ βροχερώτατοι ἄνεμοι, Ἡρόδ. 2. 25, - ἔνθα ὁ τύπος ὑετιώτατοι θὰ ἦτο ὁ κανονικώτερος. [Ἐν τῇ Ἐπικ. γεν. ὑετοῖο, τὸ υ βραχύνεται διὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
forte pluie, pluie continue.
Étymologie: ὕω.
English (Autenrieth)
(ὕω): shower, Il. 12.133†.
English (Strong)
from a primary huo (to rain); rain, especially a shower: rain.
English (Thayer)
ὑετοῦ, ὁ (ὕω to rain), from Homer down, the Sept. for גֶּשֶׁם and מָטָר, rain: L T Tr WH omit ὑετόν; on this passive see ὄψιμος and πρώϊμος); ibid. 18; Revelation 11:6.
Greek Monolingual
ο / ὑετός, ΝΜΑ
η βροχή
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών
2. φρ. «ημέρα υετού»
(μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού
αρχ.
(κυρίως) ραγδαία, ορμητική και συνεχής βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕω / ὕει «βρέχει» + επίθημα -ετός (πρβλ. νιφ-ετός, παγ-ετός)].
Greek Monotonic
ὑετός: [ῡ], ὁ (ὕω),
I. βροχή, Λατ. pluvius, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· ιδίως, καταρρακτώδης, διαρκής, συνεχόμενη βροχή, Λατ. nimbus, σε αντίθ. προς το ὄμβρος, Λατ. imber, και ψεκάς ή ψακάς, ψιλόβροχο, σε Ξεν. κ.λπ.
II. ως επίθ. σε υπερθ. ἄνεμοι ὑετώτατοι, οι πιο βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ.