ὑπολιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(44)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] ως [[υπόλοιπο]], [[καταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκλείπω]], σώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λιμπάνω]] «[[λείπω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] ως [[υπόλοιπο]], [[καταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκλείπω]], σώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λιμπάνω]] «[[λείπω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολιμπάνω:''' μεταγεν., αντί του [[ὑπολείπω]], [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολιμπάνω Medium diacritics: ὑπολιμπάνω Low diacritics: υπολιμπάνω Capitals: ΥΠΟΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: hypolimpánō Transliteration B: hypolimpanō Transliteration C: ypolimpano Beta Code: u(polimpa/nw

English (LSJ)

collat. form of ὑπολείπω,

   A leave behind, 1 Ep.Pet.2.21, Them.Or.10.139d.    2 Med., leave over, μὴ ὑπολιμπάνεσθε leave no arrears (uncollected), PHib.1.45.13 (iii B. C.); reserve, κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων PSI4.392.4 (iii B. C.).    II intr., fail, τὰ νάματα ὑ. D.H.1.23.

German (Pape)

[Seite 1224] Nebenform von ὑπολείπω, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολιμπάνω: ὑπολείπω, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπολείπω, ἐκλείπω, τῶν ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

1 tr. laisser derrière;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: ὑπό, λιμπάνω.

English (Strong)

a prolonged form for ὑπολείπω; to leave behind, i.e. bequeath: leave.

English (Thayer)

(λιμπάνω, less common form of the verb λείπω); to leave, leave behind: Themistius; ecclesiastical and Byzantine writings; to fail, Dionysius Halicarnassus 1,23.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αφήνω πίσω ως υπόλοιπο, καταλείπω
2. (αμτβ.) εκλείπω, σώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λιμπάνω «λείπω»].

Greek Monotonic

ὑπολιμπάνω: μεταγεν., αντί του ὑπολείπω, αφήνω πίσω, σε Καινή Διαθήκη