ὑποκαθίζω: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[καθίζω]]<br />[[τοποθετώ]] κάποιον σε [[ενέδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[ενεδρεύω]], [[ελλοχεύω]]<br />β) [[κατακαθίζω]] («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα [[πάντως]] ύπεκάθιζεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποκαθίζομαι</i><br />τοποθετούμαι σε [[ενέδρα]]. | |mltxt=ΜΑ [[καθίζω]]<br />[[τοποθετώ]] κάποιον σε [[ενέδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[ενεδρεύω]], [[ελλοχεύω]]<br />β) [[κατακαθίζω]] («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα [[πάντως]] ύπεκάθιζεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποκαθίζομαι</i><br />τοποθετούμαι σε [[ενέδρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποκαθίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[τοποθετώ]] κάποιον για να ενεδρεύσει — Μέσ., [[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]], [[στήνω]] [[καρτέρι]], παραφυλάω, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A place in ambush, λόχον ἐν ὕλαις Id.9.56:—Med., lie in ambush, ὑ. ὑπὸ τῷ τείχει X.HG7.2.5. II intr. in Act., lie in ambush, Plb.12.4.14, etc. 2 sink down, form a sediment, Gal.13.285, Placit.1.4.2. 3 sit down under, ὡς . . ἐκ τῆς σκιᾶς (sc. τῆς σμίλακος) τοὺς ὑποκαθίσαντας . . βλάπτεσθαι Dsc.4.79.
German (Pape)
[Seite 1219] (s. ἵζω), darunter od. heimlich niedersetzen, in Hinterhalt legen, D. Hal. 9, 56; u. med. im Hinterhalt liegen, ὑπεκαθίζοντο ὑπὸ τῷ τείχει Xen. Hell. 7, 2,5. So auch im act., κλέπτης ὑποκαθίσας Pol. 12, 4,14.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαθίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, τοποθετῶ τινα ὅπως ἐνεδρεύσῃ, τάττω εἰς ἐνέδραν, λόχον τινὰ ὑποκαθίσαντας ἐν ὕλαις ἐπιλέκτων ἀνδρῶν Διονύσ. Ἁλ. 9. 56. - Μέσ., καθέζομαι εἰς ἐνέδραν, τῆς νυκτὸς ὑπεκαθίζοντο ἐν αὐτῷ τῷ τείχει Λατ. subsidēre, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐνεδρεύω, κλέπτης ὑποκαθίσαι Πολύβ. 12. 4, 14, κλπ. 2) κατακάθημαι, «κατακαθίζω», Πλούτ. 2. 878D.
French (Bailly abrégé)
f. att. ὑποκαθιῶ, ao. ὑπεκάθισα;
se tenir en embuscade, s’embusquer;
Moy. ὑποκαθίζομαι m. sens intr.
Étymologie: ὑπό, καθίζω.
Greek Monolingual
ΜΑ καθίζω
τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα
αρχ.
1. (αμτβ.) α) ενεδρεύω, ελλοχεύω
β) κατακαθίζω («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα πάντως ύπεκάθιζεν», Πλούτ.)
2. μέσ. ὑποκαθίζομαι
τοποθετούμαι σε ενέδρα.
Greek Monotonic
ὑποκαθίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ κάποιον για να ενεδρεύσει — Μέσ., ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι, παραφυλάω, σε Ξεν.