φάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[δηλητηριαστής]] ή [[μάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμακός]], με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του [[φάρμακον]] «[[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]» και «[[μαγεία]], [[μαγγανεία]]» (για σημ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρμακο]])].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[δηλητηριαστής]] ή [[μάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμακός]], με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του [[φάρμακον]] «[[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]» και «[[μαγεία]], [[μαγγανεία]]» (για σημ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρμακο]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φάρμᾰκος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[δηλητηριαστής]], [[γόης]], [[μάγος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θυσιάζεται για την [[εξιλέωση]] των άλλων, εξιλαστήριο [[θύμα]] ([[αποδιοπομπαίος]] [[τράγος]]), σε Αριστοφ.· και από [[τότε]] που η [[λέξη]] εξέπεσε της σημασίας της και χρησιμοποιείται για αρνητικά· [[φαρμακός]] δηλώνει γενικά ονειδισμό, σε Αριστοφ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάρμᾰκος Medium diacritics: φάρμακος Low diacritics: φάρμακος Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: phármakos Transliteration B: pharmakos Transliteration C: farmakos Beta Code: fa/rmakos

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ,

   A poisoner, sorcerer, magician, LXXEx.7.11 (masc.), Ma.3.5 (fem.), Apoc.21.8, 22.15.

English (Strong)

the same as φαρμακεύς: sorcerer.

English (Thayer)

φαρμακη, φάρμακον (φαρμάσσω (to use a φάρμακον)) (from Aristophanes down);
1. pertaining to magical arts.
2.φάρμακος, a substantive, i. e. φαρμακεύς, which see: G L T Tr WH; Sept. several times for מְכַשֵּׁף.)

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
δηλητηριαστής ή μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)].

Greek Monotonic

φάρμᾰκος: ὁ, ἡ,
I. δηλητηριαστής, γόης, μάγος, σε Καινή Διαθήκη
II. αυτός που θυσιάζεται για την εξιλέωση των άλλων, εξιλαστήριο θύμα (αποδιοπομπαίος τράγος), σε Αριστοφ.· και από τότε που η λέξη εξέπεσε της σημασίας της και χρησιμοποιείται για αρνητικά· φαρμακός δηλώνει γενικά ονειδισμό, σε Αριστοφ., Δημ.