ἀλίαστος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλίαστος:''' -ον ([[λιάζομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άκαμπτος]], [[ακατάπαυστος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., μηδ' ἀλίαστον [[ὀδύρεο]], [[ούτε]] να θρηνείς ακατάπαυστα, στο ίδ.· ομοίως και, φρὴν [[ἀλίαστος]] φρίσσει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ακατάβλητος]], [[ατρόμητος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀλίαστος:''' -ον ([[λιάζομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άκαμπτος]], [[ακατάπαυστος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., μηδ' ἀλίαστον [[ὀδύρεο]], [[ούτε]] να θρηνείς ακατάπαυστα, στο ίδ.· ομοίως και, φρὴν [[ἀλίαστος]] φρίσσει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ακατάβλητος]], [[ατρόμητος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλίαστος:''' <b class="num">1)</b> непреклонный, упорный ([[πόλεμος]], [[μάχη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> беспрестанный, нескончаемый, неутихающий ([[γόος]] Hom.; [[ἀνίη]] Hes.);<br /><b class="num">3)</b> неустрашимый ([[Πυλάδης]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίαστος Medium diacritics: ἀλίαστος Low diacritics: αλίαστος Capitals: ΑΛΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: alíastos Transliteration B: aliastos Transliteration C: aliastos Beta Code: a)li/astos

English (LSJ)

ον, (λιάζομαι)

   A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.Th.611: neut. as Adv., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85.    2 = πολύς, κῦμα A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.EM63.33.    II of persons, undaunted, E.Or. 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr.

German (Pape)

[Seite 95] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίαστος: -ον, (λιάζομαι) ἄκαμπτος, ἀκατάπαυστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, ὅμαδος, γόος, Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, μηδὲ κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀκατάβλητος, ἀτρόμητος, Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne fléchit pas, d’où
1 incessant ; fort, rude ; adv. • ἀλίαστον ὀδύρεσθαι IL se lamenter sans cesse;
2 dur, inflexible.
Étymologie: ἀ, λιάζομαι.

English (Autenrieth)

(λιάζομαι): unswerving, hence obstinate, persistent; πόλεμος, πόνος, γόος. (Il.)

Spanish (DGE)

-ον
I 1indoblegable, incontrolable πόλεμος Il.2.797, 20.31, μάχη Il.14.57, ἀνίη Hes.Th.611
incansable πόνος A.R.2.649
enorme, inabarcable κῦμα A.R.1.1326
incurable τυπή Nic.Th.784.
2 incesante, continuo γόος Il.24.760, ὅμαδος Il.12.471, κτύπος ... θαλάσσης Musae.318
neutr. como adv. μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, φρὴν ὧδ' ἀλίαστον φρίσσει E.Hec.85, ἀλίαστον ἐγήθεον dieron rienda suelta a su alegría Q.S.4.17.
II de pers. impávido Πυλάδης E.Or.1479.

• Etimología: Comp. neg. de la r. de λιάζομαι q.u.

Greek Monolingual

-η, -ο λιάζω
αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος.

Greek Monolingual

ἀλίαστος, -ον (Α) λιάζομαι
1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός
3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος
4. μεγάλος, πολύς
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον
ακατάπαυστα.

Greek Monotonic

ἀλίαστος: -ον (λιάζομαι),
I. άκαμπτος, ακατάπαυστος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο, ούτε να θρηνείς ακατάπαυστα, στο ίδ.· ομοίως και, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ακατάβλητος, ατρόμητος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλίαστος: 1) непреклонный, упорный (πόλεμος, μάχη Hom.);
2) беспрестанный, нескончаемый, неутихающий (γόος Hom.; ἀνίη Hes.);
3) неустрашимый (Πυλάδης Eur.).