καταξέω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταξέω]] (AM)<br />[[τραυματίζω]] ψυχικά, [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στιλβώνω]] καλά, [[γυαλίζω]] καλά («[[ὅταν]] δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για ύφος) [[επιμελούμαι]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>3.</b> [[γλύφω]], [[σκαλίζω]], [[χαράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[χαράζω]]» [[αλλά]] και «[[στιλβώνω]]» και «[[δέρνω]], [[μαστιγώνω]]»]. | |mltxt=[[καταξέω]] (AM)<br />[[τραυματίζω]] ψυχικά, [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στιλβώνω]] καλά, [[γυαλίζω]] καλά («[[ὅταν]] δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για ύφος) [[επιμελούμαι]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>3.</b> [[γλύφω]], [[σκαλίζω]], [[χαράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[χαράζω]]» [[αλλά]] και «[[στιλβώνω]]» και «[[δέρνω]], [[μαστιγώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταξέω:''' (fut. καταξέσω)<br /><b class="num">1)</b> тщательно выскабливать, шлифовать, полировать (τὰ κέρατα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать резьбой (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A polish smooth, τοὺς ὀρθοστάτας -ξοῦντι IG12.374.221, cf. 12(2).10.22 (Mytil.); λίθον Milet.7.59:—Pass., κατεξέσθη τὸ ὑπέρθυρον Haussoullier Miletp.163, cf. Plu.2.953b: metaph., of style, τῇ λέξει -εξεσμένον Ps.-Plu.Vit.Hom.72. II carve, in Pass., Arist.Mir.838b15.
German (Pape)
[Seite 1367] (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, καλῶς στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = καταξαίνω 2, ξεσχίζω, σπαράσσω, σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104.
French (Bailly abrégé)
polir en grattant.
Étymologie: κατά, ξέω.
Greek Monolingual
καταξέω (AM)
τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω
αρχ.
1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.)
2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω
3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ξέω «χαράζω» αλλά και «στιλβώνω» και «δέρνω, μαστιγώνω»].
Russian (Dvoretsky)
καταξέω: (fut. καταξέσω)
1) тщательно выскабливать, шлифовать, полировать (τὰ κέρατα Plut.);
2) покрывать резьбой (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.).