παροχετεύω: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παροχετεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, παρεκτρέπομαι από την [[πορεία]] μου, [[παρεκκλίνω]], σε Πλούτ.· μεταφ., <i>τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''παροχετεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, παρεκτρέπομαι από την [[πορεία]] μου, [[παρεκκλίνω]], σε Πλούτ.· μεταφ., <i>τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροχετεύω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> отводить тайным прорытием канала (τὸ [[ὕδωρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. сворачивать в сторону: π. λόγοις Plat. давать беседе другое направление; τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur. ты ловко увернулся (от ответа). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A turn from its course, divert, ὑφαιρουμένους τὸ ὕδωρ καὶ π. Plu. Them.31 :—Med., εἰς ἑτέρους τὸ τῆς ἀρχῆς π. Id.2.779f: metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ E.Ba.479 ; π. λόγοις Pl.Lg.844a :—Pass., to be diverted, Thphr.CP5.17.4.
German (Pape)
[Seite 528] das Wasser ableiten, durch einen Nebenkanal, heimlich oder unrechtmäßig, ὑφῃρημένος τὸ ὕδωρ καὶ παροχετεύσας, Plut. Them. 31; VLL. – Uebertr., τοῦ τ' αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων, Eur. Bacch. 479, wie λόγοις Plat. Legg. VIII, 844 a. – Plut. ad princ. iner. 1 braucht auch das med. in activer Bdtg.
French (Bailly abrégé)
dériver par un autre canal ; en mauv. part dériver furtivement ou suivant une mauvaise direction.
Étymologie: παρά, ὀχετεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
αλλάζω, μεταστρέφω τη ροή υγρού, διοχετεύω από κεντρικό αγωγό οχετό ή διώρυγα σε διπλανό αγωγό
νεοελλ.
φρ. «παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα» — μεταφέρω ηλεκτρικό ρεύμα από το πλησιέστερο κέντρο διανομής σε σύστημα αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης
αρχ.
μτφ. απαντώ με υπεκφυγές, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀχετεύω (< ὀχετός)].
Greek Monotonic
παροχετεύω: μέλ. -σω, παρεκτρέπομαι από την πορεία μου, παρεκκλίνω, σε Πλούτ.· μεταφ., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παροχετεύω: тж. med.
1) отводить тайным прорытием канала (τὸ ὕδωρ Plut.);
2) перен. сворачивать в сторону: π. λόγοις Plat. давать беседе другое направление; τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur. ты ловко увернулся (от ответа).