Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τμήγω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τμήγω:''' μέλ. <i>τμήξω</i>, αόρ. <i>ἔτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτμᾰγον</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[ἐτμάγην]], Επικ. γʹ πληθ. [[τμάγεν]]· Επικ. [[τύπος]] του [[τέμνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]], [[σχίζω]] — Μέσ., <i>ὁδὸν ἐτμήξαντο</i>, έκοψαν το δρόμο τους, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον Παθ. αόρ. βʹ, δισκορπίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τμήγω:''' μέλ. <i>τμήξω</i>, αόρ. <i>ἔτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτμᾰγον</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[ἐτμάγην]], Επικ. γʹ πληθ. [[τμάγεν]]· Επικ. [[τύπος]] του [[τέμνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]], [[σχίζω]] — Μέσ., <i>ὁδὸν ἐτμήξαντο</i>, έκοψαν το δρόμο τους, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον Παθ. αόρ. βʹ, δισκορπίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τμήγω:''' (fut. τμήξω, aor. 1 ἔτμηξα; aor. 2 pass. [[ἐτμάγην]] с ᾰ - поздн. ἐτμήγην)<br /><b class="num">1)</b> разрубать, рассекать (σιδήρῳ Anth.): ὁδὸν ἐτμήξαντο Anth. они прорубили себе путь;<br /><b class="num">2)</b> перен. разделять, рассеивать: [[ἐπεὶ]] ἂρ [[τμάγεν]] Hom. когда (троянцы) рассеялись.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμήγω Medium diacritics: τμήγω Low diacritics: τμήγω Capitals: ΤΜΗΓΩ
Transliteration A: tmḗgō Transliteration B: tmēgō Transliteration C: tmigo Beta Code: tmh/gw

English (LSJ)

Nic.Fr.72, D.P.1043, Man.2.75: fut. τμήξω (ἀπο-) Parm. 2: aor. 1

   A ἔτμηξα IG5(2).473 (Megalop., iii A.D.); Dor. ἔτμᾱξα Theoc. 8.24 (prob.): aor. 2 δι-έτμᾰγον Od.7.276:—Med., aor. ἐτμηξάμην Nic.Al.68, AP7.480 (Leon.):—Pass., aor. 2 ἐτμάγην [ᾰ] in Ep. 3pl. τμάγεν (cf. διατμήγω) Il.16.374; later ἐτμήγην Call.Fr.300, AP 9.661 (Jul.): more freq. in comp. with ἀπό or διά:—Ep. collat. form of τέμνω, cut, cleave, σικύας, πυετίην, Nic. ll. cc.; κάλαμος [δάκτυλον] ἔτμαξεν prob. in Theoc. l.c.; cut, of a circle, Man. l.c.:—Med., ὁδὸν ἐτμήξαντο cut their way, AP7.l.c.    2 metaph. in aor. 2 Pass., to be divided or dispersed, part, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Il.l.c.

German (Pape)

[Seite 1123] aor. I. ἔτμηξα, aor. II. ἔτμαγον, u. pass. ἐτμάγην, ep. Nebenform von τέμνω, schneiden, hauen; τμήξας, Il. 11, 146; pass. 16, 374, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν, für ἐτμάγησαν, nachdem sie sich getrennt, zerstreu't hatten; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 481 Maneth. 2, 75 Nic. Al. 68 Th. 886; auch aor. med. τμήξαιο, Al. 299.

Greek (Liddell-Scott)

τμήγω: Διονύσ. Περιηγ. 1043, Νικ., Μανέθων (πρβλ. ἀποτμήγω)· μέλλ. τμήξω Παρμενίδ. 90, (ἀπο- Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. α΄ ἔτμηξα (ἀποτμήγω)· Δωρ. ἔτμᾰξα Θεόκρ. 8. 24· ἀόρ. β΄ (διέτμαγον) Ὀδ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτμηξάμην Νικ. Ἀλεξ. 68, Ἀνθ. Π. 7. 480. - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐτμάγην [ᾰ] ἐν τῷ Ἐπικ. Γ΄ πληθ. τμάγεν (πρβλ. διατμήγω) Ἰλ. Π. 374· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐτμήγην Καλλ. Ἀποσπ. 300, Ἀνθολ. Π . 9. 661 - ἀντὶ τοῦ τμήσσω παρὰ Μόσχ. 2. 83, Εὐθύδ. παρ’ Ἀθην. 116Β, ἤδη ἀποκατεστάθη τμήγω· - τὸ ῥῆμα εἶναι συνηθέστερον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. ἀπὸ ἢ διά. Ἐπικ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ τέμνω, κόπτω, σχίζω. Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, ἔτεμον δι’ ἑαυτούς, Ἀνθ. Π. 7. 480. 2) μεταφορ., ἐν τῷ ἀορ. β΄ παθ., διασκορπίζομαι, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Ἰλ. Π. 374. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442.

French (Bailly abrégé)

f. τμήξω, ao. ἔτμηξα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐτμάγην, réc. ἐτμήγην;
couper, fendre ; Pass. se séparer, se partager, se diviser.
Étymologie: cf. τέμνω.

English (Autenrieth)

(τέμνω): cut; only pass., aor. 3 pl. τμάγεν, fig., ‘they separated,’ ‘dispersed,’ Il. 11.146, Il. 16.374.

Greek Monolingual

Α
1. τέμνω, κόβω, σχίζω
2. μέσ. τμήγομαι
ανοίγω για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)
3. παθ. μτφ. διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἄρ τμῆγεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα τεμᾱ- του τέμνω, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (βλ. λ. τέμνω) και επίθημα -γω, πιθ. αναλογικά προς το θήγω. Πιθανότερο ωστόσο φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. τμῆξαι (πρβλ. ῥῆξαι), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. τμήγω.

Greek Monotonic

τμήγω: μέλ. τμήξω, αόρ. ἔτμηξα, αόρ. βʹ ἔτμᾰγον — Παθ., αόρ. βʹ ἐτμάγην, Επικ. γʹ πληθ. τμάγεν· Επικ. τύπος του τέμνω,
1. κόβω, σχίζω — Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, έκοψαν το δρόμο τους, σε Ανθ.
2. μεταφ. στον Παθ. αόρ. βʹ, δισκορπίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τμήγω: (fut. τμήξω, aor. 1 ἔτμηξα; aor. 2 pass. ἐτμάγην с ᾰ - поздн. ἐτμήγην)
1) разрубать, рассекать (σιδήρῳ Anth.): ὁδὸν ἐτμήξαντο Anth. они прорубили себе путь;
2) перен. разделять, рассеивать: ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Hom. когда (троянцы) рассеялись.