ἀνιχνεύω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιχνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἀνά]], [[ἰχνεύω]]), [[ανιχνεύω]], [[εντοπίζω]] ως κυνηγετικό [[σκυλί]], σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[ανιχνεύω]], [[αναζητώ]], [[εξερευνώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνιχνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἀνά]], [[ἰχνεύω]]), [[ανιχνεύω]], [[εντοπίζω]] ως κυνηγετικό [[σκυλί]], σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[ανιχνεύω]], [[αναζητώ]], [[εξερευνώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιχνεύω:''' <b class="num">1)</b> выслеживать, разыскивать по следу ([[κύων]] ἀνιχνεύων Hom.); перен. разыскивать (διὰ γῆς πάσης τινά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> исследовать (τὴν ἀλήθειαν Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιχνεύω Medium diacritics: ἀνιχνεύω Low diacritics: ανιχνεύω Capitals: ΑΝΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: anichneúō Transliteration B: anichneuō Transliteration C: anichneyo Beta Code: a)nixneu/w

English (LSJ)

(ἀνά, ἰχνεύω)

   A track, as a hound, Il.22.192, cf. Arist.HA624a28 (of bees), AP5.301 (Agath.), Porph.Sent.43, Jul.Or.6.183b: generally, trace out, search out, Plu.Caes.69; χέρσον ἀ. Lyc.824:—also ἀνιχνεῖν, Epigr.Gr.270.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιχνεύω: (ἀνά, ἰχνεύω) ἀναζητῶ τὰ ἴχνη ὡς ὁ κυνηγετικὸς κύων, Ἰλ. Χ. 192, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 13: ἐν γένει, ἀνιχνεύω, ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, Πλουτ. Καῖσ. 69· χέρσον ἀν. Λυκόφρ. 824: - ἀνιχνεύω ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2372.

French (Bailly abrégé)

dépister.
Étymologie: ἀνά, ἰχνεύω.

English (Autenrieth)

(ἴχνος): track back, Il. 22.192.

Spanish (DGE)

1 seguir la pistade un perro Il.22.192, de las abejas, Arist.HA 624a28, de pers. D.C.76.10.2, GVI 1382 (Cartaia IV/V d.C.), Nonn.D.29.375, Par.Eu.Io.18.4.
2 explorar χέρσον Lyc.824
fig. investigar ὕβριν ἀ. δώματος ἀλλοτρίου AP 5.302.18 (Agath.), θεωρίαν Porph.Sent.43, τὰς δυνάμεις (τῆς ψυχῆς) Iul.Or.9.183b
abs. Plu.Caes.69.

Greek Monolingual

ἀνιχνεύω)
1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ
2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ιχνεύω.
ΠΑΡ. ανίχνευση
νεοελλ.
ανιχνευτής].

Greek Monotonic

ἀνιχνεύω: μέλ. -σω (ἀνά, ἰχνεύω), ανιχνεύω, εντοπίζω ως κυνηγετικό σκυλί, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, ανιχνεύω, αναζητώ, εξερευνώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιχνεύω: 1) выслеживать, разыскивать по следу (κύων ἀνιχνεύων Hom.); перен. разыскивать (διὰ γῆς πάσης τινά Plut.);
2) исследовать (τὴν ἀλήθειαν Plut.).