ὑπεροπτικός: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεροπτικός:''' -ή, -όν, προδιατεθειμένος να περιφρονεί τους άλλους, [[περιφρονητικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπεροπτικός:''' -ή, -όν, προδιατεθειμένος να περιφρονεί τους άλλους, [[περιφρονητικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεροπτικός:''' исполненный презрения, презрительный Isocr., Luc.: ὑ. τινος Plat. презирающий что-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A contemptuous, disdainful, Isoc.1.30, 12.241, Luc.Nigr.1, etc.; ἠπείλησεν ὑπεροπτικά Id.DDeor.21.1; τὸ -ώτατον D.17.26. Adv. -κῶς X.HG7.1.18, Str.8.6.23: Comp. -ώτερον Plb. 5.46.6: Sup. -ώτατα D.C.49.7. 2 c. gen., ἀδικία ἕξις ὑ. νόμων Pl.Def.416a.
German (Pape)
[Seite 1199] ή, όν, Andere zu verachten od. verächtlich zu behandeln gewohnt, dazu geneigt; Isocr. 1, 30; Plat. defin. 416; τοῦ πλείονος, Aristipp. bei D. L. 2, 72; – adv. ὑπεροπτικῶς, τινός, Xen. Hell. 7, 1, 18; ὑπεροπτικώτερον χρῆσθαι τοῖς φίλοις Pol. 5, 46, 6; Luc. Nigr. 1 D. D. 22 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροπτικός: -ή, -όν, καταφρονητικός, περιφρονητικός, ὑπερήφανος, Ἰσοκρ. 8D, 283Β, Λουκ., κλπ.· τὸ ὑπεροπτικώτατον Δημ. 218 ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 18. - Συγκρ. -ώτερον Πολυβ. 5. 46, 6· ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 49. 7. 2) μετὰ γεν., ἀδικία ἕξις ὑπ. τῶν νόμων Πλάτ. Ὅροι 416Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
méprisant, dédaigneux de, gén;
Sp. ὑπεροπτικώτατος.
Étymologie: ὑπερόψομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπεροπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερόπτης / ὑπέροπτος
αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό φέρσιμο»)
2. ανατ. αυτός που βρίσκεται πάνω από το οπτικό χίασμα.
επίρρ...
υπεροπτικώς / ὑπεροπτικῶς ΝΜΑ, και υπεροπτικά Ν
με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
Greek Monotonic
ὑπεροπτικός: -ή, -όν, προδιατεθειμένος να περιφρονεί τους άλλους, περιφρονητικός, καταφρονητικός, σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ. -κῶς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροπτικός: исполненный презрения, презрительный Isocr., Luc.: ὑ. τινος Plat. презирающий что-л.