χητοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χητοσύνη:''' ἡ, [[ανάγκη]], [[στέρηση]], [[ερημιά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''χητοσύνη:''' ἡ, [[ανάγκη]], [[στέρηση]], [[ερημιά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χητοσύνη:''' (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).
Greek (Liddell-Scott)
χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].
Greek Monotonic
χητοσύνη: ἡ, ανάγκη, στέρηση, ερημιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χητοσύνη: (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth.