πταρμός: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πταρμός:''' ὁ ([[πταίρω]]), [[φτάρνισμα]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''πταρμός:''' ὁ ([[πταίρω]]), [[φτάρνισμα]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πταρμός:''' ὁ чихание Thuc., Plat., Arph., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταρμός Medium diacritics: πταρμός Low diacritics: πταρμός Capitals: ΠΤΑΡΜΟΣ
Transliteration A: ptarmós Transliteration B: ptarmos Transliteration C: ptarmos Beta Code: ptarmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sneezing, Hp.Aph.6.13 (pl.), Th.2.49, Pl. Smp.189a, Arist.Pr.961b9; πταρμόν τ' ὄρνιθα καλεῖτε Ar.Av.720, cf. Arist.HA492b6; as a bad omen, Polyaen.3.10.2.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, das Niesen; Hippocr.; Ar. Av. 720; τοιούτων ψόφων καὶ γαργαλισμῶν οἷον καὶ ὁ πταρμός ἐστι, Plat. Conv. 189 a.

Greek (Liddell-Scott)

πταρμός: ὁ, (πταίρω) «φταίρνισμα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Ἀριστοφ. Ὄρν. 720, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Συμπ. 189Α· ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 33. 1 κἑξ.· ἴδε ἐν λ. πταίρω.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éternuement.
Étymologie: πταίρω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και φταρμός Ν πτάρνυμαι
αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου της μύτης και του στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό φαινόμενο, με συχνότερη αιτία τη διέγερση του βλεννογόνου τών ανώτερων αναπνευστικών οδών από ένα ξένο σώμα ή από ερεθιστικούς ατμούς, κν. φτέρνισμα και φτάρνισμα.

Greek Monotonic

πταρμός: ὁ (πταίρω), φτάρνισμα, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πταρμός: ὁ чихание Thuc., Plat., Arph., Arst., Plut.