Σιληνός: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σιληνός:''' ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του [[Σειληνός]]. | |lsmtext='''Σιληνός:''' ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] του [[Σειληνός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σῑληνός:''' ὁ ион. = [[Σειληνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Silenus, companion of Dionysus, Pi.Fr.156 (s. v.l.), Hdt.7.26, 8.138, etc.; father of the Satyrs, E.Cyc.13,82,269: the older Satyrs were called Σιληνοί, h.Ven.262, D.S.3.72; but S. was distinguished by prophetic powers, Ael.VH3.18. 2 a figure of Silenus, used as a casket for precious pieces of sculpture, Pl.Smp. 215a, 215b. (Freq. written Σειλ-, but Σιλ- in early Inscrr., IG12.51 (v B.C.), Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.132.)
Greek (Liddell-Scott)
Σιληνός: ὁ, ἴδε Σειληνός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
Silène, compagnon de Dionysos.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê thrace.
English (Slater)
Σῑληνός
1 Silenos ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156, cf. fr. 157, Wil., Kl. Schr. iv. 26.
Greek Monolingual
και Σειληνός, ο, ΝΑ
πιστός σύντροφος του Διονύσου, πατέρας τών Σατύρων
αρχ.
(ως προοηγ.) σ(ε)ιληνός
ομοίωμα του Σιληνού που χρησίμευε ως θήκη πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῑς σειληνοῑς τούτοις τοῑς ἐν τοῑς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές σάτυρος. Κατά μια άποψη, η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. ζίλαι, ζειλα, ζελάς, ζήλας «κρασί». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. ΣιλFᾶνος (πρβλ. λατ. Silvānus < silva «δάσος»). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, η λ., με σημ. «τριχωτός», πιθ. < σιλός (βλ. λ. σίλλος, πρβλ. σιλλέα «τρίχωμα», ἀνάσιλλος «κόμμωση Σατύρων»)].
Greek Monotonic
Σιληνός: ὁ, μεταγεν. τύπος του Σειληνός.
Russian (Dvoretsky)
Σῑληνός: ὁ ион. = Σειληνός.