τρίγονος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]), [[τριπλά]] γεννημένος· στον πληθ. [[απλώς]] = [[τρεῖς]], [[τρία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τρίγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]), [[τριπλά]] γεννημένος· στον πληθ. [[απλώς]] = [[τρεῖς]], [[τρία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίγονος:''' (ῐ) трижды рожденный: τρίγονοι κόραι Eur. три дочери.
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγονος Medium diacritics: τρίγονος Low diacritics: τρίγονος Capitals: ΤΡΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: trígonos Transliteration B: trigonos Transliteration C: trigonos Beta Code: tri/gonos

English (LSJ)

(proparox.), ον,

   A thrice-born, Διόνυσος Orph.H.30.2.    II in pl. simply = τρεῖς, three, τέκνα τ. E.HF1023; κόραι τ. Id.Ion 496 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1142] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγονος: -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, Διόνυσος Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἁπλῶς = τρεῖς, τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ τρεῖς».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 engendré trois fois (Bacchus);
2 pl. engendré au nombre de trois.
Étymologie: τρεῖς, γίγνομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος
2. στον πληθ. τρίγονοι, -α
τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί-γονος].

Greek Monotonic

τρίγονος: -ον (γίγνομαι), τριπλά γεννημένος· στον πληθ. απλώς = τρεῖς, τρία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρίγονος: (ῐ) трижды рожденный: τρίγονοι κόραι Eur. три дочери.