προσχώρησις: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσχώρησις:''' ἡ, [[πορεία]] προς [[κάπου]], [[προσέγγιση]], σε Ξεν. | |lsmtext='''προσχώρησις:''' ἡ, [[πορεία]] προς [[κάπου]], [[προσέγγιση]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσχώρησις:''' εως ἡ подход, приближение (Plat. - v. l. [[προχώρησις]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A approach, v.l. for προχ- in Pl.Ti.40c (pl.). II surrendering, joining, Men.Prot.p.102D.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde. ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
προσχώρησις: ἡ, τὸ προσχωρεῖν, πλησιάζειν, Πλάτ. Τίμ. 40C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. παράδοσις, ὑποχώρησις, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’aller vers, approche.
Étymologie: προσχωρέω.
Greek Monotonic
προσχώρησις: ἡ, πορεία προς κάπου, προσέγγιση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσχώρησις: εως ἡ подход, приближение (Plat. - v. l. προχώρησις).