καρπάλιμος: Difference between revisions
(5) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρπάλῐμος:''' -ον (βλ. [[κραιπνός]]),<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]], Λατ. [[rapidus]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, [[γρήγορα]], αστραπιαία, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Πίνδ., <i>γέννες κ</i>., [[πρόθυμα]] σαγόνια. | |lsmtext='''καρπάλῐμος:''' -ον (βλ. [[κραιπνός]]),<br /><b class="num">1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]], Λατ. [[rapidus]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, [[γρήγορα]], αστραπιαία, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Πίνδ., <i>γέννες κ</i>., [[πρόθυμα]] σαγόνια. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καρπάλιμος -ον [~ κάλπη: draf] ep. vlug, snel; vooral adv. καρπαλίμως. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[πᾰ], ον, (κάλπη A) Ep. Adj.
A swift, πόδες Il.16.342, 809, A.R.3.280, cf. Ar.Th.957 (lyr.): more freq. in Adv. -μως swiftly, Il. 1.359, etc. 2 eager, ravenous, γένυες Pi.P.12.20.
German (Pape)
[Seite 1328] (ἁρπάλιμος, von ἁρπάζω), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = ἁρπάλιμος zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάλῐμος: -ον, (ἴδε ἐν λ. κραιπνός)· - Ἐπίκ. ἐπίθ., ταχύς, Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, ταχέως, ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prompt, agile, rapide.
Étymologie: R. Καρπ, être rapide, cf. κραιπνός.
English (Autenrieth)
(cf. κραιπνός): swift. —Adv., καρπαλίμως, swiftly, speedily, quickly.
English (Slater)
καρπᾰλῐμος
1 swift ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (θυιϝερινγ Gildersleeve: ἰσχυρῶν Σ.) (P. 12.20)
Greek Monolingual
καρπάλιμος, -ον (Α)
1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.)
2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» — από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.).
επίρρ...
καρπαλίμως (Α)
ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ. καλπάλιμος < κάλπη «καλπασμός, τρέξιμο» + κατάλ. -άλιμος (πρβλ. ειδ-άλιμος, κυδ-άλιμος). Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από καρπός (II) «καρπός χεριού» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huerban «στρίβω»].
Greek Monotonic
καρπάλῐμος: -ον (βλ. κραιπνός),
1. γρήγορος, ταχύς, Λατ. rapidus, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -μως, γρήγορα, αστραπιαία, στο ίδ.
2. σε Πίνδ., γέννες κ., πρόθυμα σαγόνια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρπάλιμος -ον [~ κάλπη: draf] ep. vlug, snel; vooral adv. καρπαλίμως.