κατάπλους: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(19)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κατάπλους]], και -οος) [[καταπλέω]]<br /><b>1.</b> το να πλέει [[κάποιος]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] [[προς]] την [[ακτή]] ή το [[λιμάνι]], [[πλους]] [[προς]] την [[ξηρά]], [[άφιξη]] πλοίου ή στόλου, [[προσόρμιση]], [[ελλιμενισμός]]<br /><b>2.</b> ο [[πλους]] [[προς]] τα [[κάτω]] ή [[κατά]] το [[ρεύμα]] του ποταμού<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιστροφή]] διά θαλάσσης, ο [[πλους]] της επιστροφής («ὁ [[οἴκαδε]] [[κατάπλους]]», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ο (Α [[κατάπλους]], και -οος) [[καταπλέω]]<br /><b>1.</b> το να πλέει [[κάποιος]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] [[προς]] την [[ακτή]] ή το [[λιμάνι]], [[πλους]] [[προς]] την [[ξηρά]], [[άφιξη]] πλοίου ή στόλου, [[προσόρμιση]], [[ελλιμενισμός]]<br /><b>2.</b> ο [[πλους]] [[προς]] τα [[κάτω]] ή [[κατά]] το [[ρεύμα]] του ποταμού<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιστροφή]] διά θαλάσσης, ο [[πλους]] της επιστροφής («ὁ [[οἴκαδε]] [[κατάπλους]]», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=κατάπλους -ου, ὁ, zonder contr. κατάπλοος -οου [καταπλέω] landing, aankomst:. νεῶν κατάπλους landing van schepen Thuc. 4.10.5. vaart:. οἴκαδε κ. terugvaart naar huis Xen. Hell. 1.4.11.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
att. c. κατάπλοος.

Greek Monolingual

ο (Α κατάπλους, και -οος) καταπλέω
1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός
2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα του ποταμού
αρχ.
η επιστροφή διά θαλάσσης, ο πλους της επιστροφής («ὁ οἴκαδε κατάπλους», Ξεν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπλους -ου, ὁ, zonder contr. κατάπλοος -οου [καταπλέω] landing, aankomst:. νεῶν κατάπλους landing van schepen Thuc. 4.10.5. vaart:. οἴκαδε κ. terugvaart naar huis Xen. Hell. 1.4.11.