ἐλασίβροντος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐλᾰσίβροντος:''' -ον, ([[ἐλαύνω]], [[βροντή]]), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν [[βροντή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐλᾰσίβροντος:''' -ον, ([[ἐλαύνω]], [[βροντή]]), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν [[βροντή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλᾰσίβροντος:''' <b class="num">1)</b> мечущий громы ([[παῖς]] Ῥέας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> подобный грому, громовой (ἔπη Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thunder-hurling, Pi.Fr.144(dub., prob. -βροντᾰ, voc. of -βρόντᾱς). II hurled like thunder, ἔπη ἐ. Ar.Eq.626.
German (Pape)
[Seite 789] Donner schleudernd; ἔπη Ar. Equ. 625, nach den Schol. aus Pind., dem Böckh frg. 108 den voc. ἐλασίβροντα zuschreibt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσίβροντος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων βροντάς, ἐλασίβροντε παῖ Ρέας Πινδ. Ἀποσπ. 108. ΙΙ. ὁ ὥσπερ ὑπὸ βροντῆς ἐλαυνόμενος, ἐλασίβροντ’ ἀναρρηγνὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 626.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui lance le tonnerre;
2 lancé comme le tonnerre.
Étymologie: ἐλάω, βροντή.
Spanish (DGE)
(ἐλᾰσίβροντος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que avanza o estalla como un trueno fig. cóm. ἐλασίβροντ' ἀναρρηγνὺς ἔπη rompiendo en palabras atronadoras Ar.Eq.626, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἐλασίβροντος, -ον (Α)
1. αυτός που εξακοντίζει βροντές
2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός.
Greek Monotonic
ἐλᾰσίβροντος: -ον, (ἐλαύνω, βροντή), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν βροντή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰσίβροντος: 1) мечущий громы (παῖς Ῥέας Pind.);
2) подобный грому, громовой (ἔπη Arph.).