ἴφυον: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴφυον]], τὸ (Α)<br />([[κατά]] τον Σχολιαστή του <b>Αριστοφ.</b>) [[είδος]] άγριου λάχανου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |mltxt=[[ἴφυον]], τὸ (Α)<br />([[κατά]] τον Σχολιαστή του <b>Αριστοφ.</b>) [[είδος]] άγριου λάχανου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἴφυον:''' (ῑ) τό (огородная) зелень, pl. овощи (или какой-л. вид их) Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], τό,
A spike-lavender, Lavandula Spica, Ar.Th.910 (pl.), Fr. 560 (pl.), Epich.161, Thphr.HP6.6.11, 6.8.3.
German (Pape)
[Seite 1275] τό, eine Gemüsepflanze, ἐκ τῶν ἰφύων Ar. Th. 910, Schol. λάχανόν τι ἄγριον.
Greek (Liddell-Scott)
ἴφυον: ῑ, τό, εἶδος βοτάνης, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «εἶδος ἀγρίου λαχάνου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 910, Ἀποσπ. 473, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 11.
Greek Monolingual
ἴφυον, τὸ (Α)
(κατά τον Σχολιαστή του Αριστοφ.) είδος άγριου λάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Russian (Dvoretsky)
ἴφυον: (ῑ) τό (огородная) зелень, pl. овощи (или какой-л. вид их) Arph.