ὑποταγή: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτᾰγή:''' ἡ, [[υπαγωγή]], [[υποτέλεια]], [[υπόταξη]], [[υποδούλωση]], [[καθυπόταξη]], [[υποταγή]], [[υπακοή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑποτᾰγή:''' ἡ, [[υπαγωγή]], [[υποτέλεια]], [[υπόταξη]], [[υποδούλωση]], [[καθυπόταξη]], [[υποταγή]], [[υπακοή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτᾰγή:''' ἡ<b class="num">1)</b> подчинение, повиновение NT;<br /><b class="num">2)</b> грам. сослагательное наклонение.
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτᾰγή Medium diacritics: ὑποταγή Low diacritics: υποταγή Capitals: ΥΠΟΤΑΓΗ
Transliteration A: hypotagḗ Transliteration B: hypotagē Transliteration C: ypotagi Beta Code: u(potagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A subordination, subjection, D.H.3.66, 2 Ep.Cor.9.13, Ep.Gal.2.5; ἐν ὑποταγῇ in a subordinate position, BGU96.7 (iii A. D.): pl., Cat.Cod.Astr.8(4).143.    2 post-position, ἐν ὑποταγῇ A.D.Pron.35.23, cf. Synt.306.8.    3 copy, ψηφισμάτων . . καὶ ἐπιστολῆς IGRom.3.705 (Lycia, ii A. D., pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑποτάσσεσθαι, ὑπακοή, ἑκούσιος συγκατάθεσις, Διονύσ. Ἁλ. 3. 66, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 13, πρὸς Γαλάτ. β΄, 5. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑποτακτικὴν ἔγκλισιν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 301, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 subordination;
2 soumission;
3 t. de gramm. subjonctif.
Étymologie: ὑποτάσσω.

Spanish

sumisión, orden

English (Strong)

from ὑποτάσσω; subordination: subjection.

Greek Monolingual

η / ὑποταγή, ΝΜΑ ὑποτάσσω
1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.)
2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον», ΚΔ
β. «μετὰ πάσης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς», πάπ.
γ. «τὴν ἡσυχίαν ἐπισκήπτω καὶ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν», Μιχ. Αττ.)
μσν.
σημείωμα, υποσημείωση («μηδὲν ἕτερον διδούς, εἰ μὴ τὰ τῇ ὑποταγῇ τῆς διατάξεως περιεχόμενα», Αθ. Σχολ.)
νεοελλ.
φρ. «συμπεριφορά υποταγής»
βιολ. μορφή της ζωικής συμπεριφοράς κατά την οποία ένα άτομο επιχειρεί με εκδηλώσεις καθησυχασμού να αποφύγει τον τραυματισμό από ένα κυρίαρχο μέλος του δικού του είδους
μσν.-αρχ.
γραμμ. η υποτακτική έγκλιση («τὰ καλούμενα ὑποτακτικὰ ῥήματα οὔποτε χωρὶς ὑποταγῆς ἐστι», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση λέξης μετά από μια άλλη
2. αντίγραφο («ψηφισμάτων καὶ ἐπιστολῆς ὑποταγαί», επιγρ.).

Greek Monotonic

ὑποτᾰγή: ἡ, υπαγωγή, υποτέλεια, υπόταξη, υποδούλωση, καθυπόταξη, υποταγή, υπακοή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑποτᾰγή:1) подчинение, повиновение NT;
2) грам. сослагательное наклонение.