φιλόλουτρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να πλένεται<br /><b>2.</b> (για [[αλοιφή]] για τα μάτια) [[κατάλληλος]] για [[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λουτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να πλένεται<br /><b>2.</b> (για [[αλοιφή]] για τα μάτια) [[κατάλληλος]] για [[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λουτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]])].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόλουτρος:''' любящий купаться Arst.
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόλουτρος Medium diacritics: φιλόλουτρος Low diacritics: φιλόλουτρος Capitals: ΦΙΛΟΛΟΥΤΡΟΣ
Transliteration A: philóloutros Transliteration B: philoloutros Transliteration C: filoloutros Beta Code: filo/loutros

English (LSJ)

ον,

   A fond of bathing, ib.66, Arist.HA605a12.    2 of an eye-salve, suitable for the bath, ἔστι δὲ φ., ὅθεν ἐγχρίσας κέλευε λούεσθαι Aët.7.102.

German (Pape)

[Seite 1282] das Bad, das Baden liebend, sich gern badend; Hippocr.; Arist. H. A. 8. 24; Ael. H. A. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόλουτρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ λουτρόν, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à se baigner.
Étymologie: φίλος, λουτρόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να πλένεται
2. (για αλοιφή για τα μάτια) κατάλληλος για λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λουτρος (< λουτρόν)].

Russian (Dvoretsky)

φιλόλουτρος: любящий купаться Arst.