πολυχρόνιος: Difference between revisions
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυχρόνιος:''' <b class="num">1)</b> длительный, долгий, продолжительный (ἡ [[μουναρχίη]] τοῦ Κροίσου Her.; [[γένος]] τοῦ βίου Plat.; [[ζωή]] Arst.; [[ἀποδημία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.). | |elrutext='''πολυχρόνιος:''' <b class="num">1)</b> длительный, долгий, продолжительный (ἡ [[μουναρχίη]] τοῦ Κροίσου Her.; [[γένος]] τοῦ βίου Plat.; [[ζωή]] Arst.; [[ἀποδημία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυχρόνιος -ον [πολύς, χρόνος] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of olden time, ancient, h.Merc. 125. 2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. -χρόνιον) Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb.6026 (Cyrenaica, iii A.D.). II lasting for long, νουσήματα Hp.Aph.4.23, cf.7.6; μουναρχίη Hdt.1.55; π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long.464b25; ἀρχαί Id.Pol.1299a7 (Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; βιότω τέρμα long-protracted, Call.Lav. Pall.128; πολιορκίαι Onos.38.6; πλέγμα AP5.254.14 (Paul. Sil.): Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti.75b: Sup., τὰ -ώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16. Adv. -ίως dub. l. in Hp.Ep.17. 2 long-lived, Arist.HA29b32, al.: Comp. -ώτερος Pl.Phd.87c, Arist.HA613a25, Thphr.CP5.18.4: Sup. -ώτατος, αἷμα Call.Del.282, cf. Dam.Pr. 23.
German (Pape)
[Seite 677] von langer Zeit, lange dauernd, alt; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρόνιος: -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, παλαιός, ἀρχαῖος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 (νόσημα), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου τέρμα, ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure depuis longtemps.
Étymologie: πολύς, χρόνος.
Greek Monolingual
-α, -ο / πολυχρόνιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, παλαιός, αρχαίος
2. αυτός που διαρκεί πολύ, πολύχρονος, μακροχρόνιος («μέσα σε πολυχρόνια και πολυμήχανη πολιορκία», Παπαντ.)
3. αυτός που αργεί να εγκαταλείψει κάτι, που παραμένει για πολύ
4. αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το πολυχρόνιον)
(λειτ.) ευχετήριος ύμνος κατά τη Θεία Λειτουργία υπέρ μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων
μσν.
λεγόταν ως ευχή για την μακροβιότητα κάποιου.
επίρρ...
πολυχρονίως Α
για πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. βραχυ-χρόνιος.
Greek Monotonic
πολυχρόνιος: -ον, I. αυτός που ζει πολύ, αυτός που ανήκει σε παλιά εποχή, αρχαίος, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.
II. αυτός που διαρκεί πολύ, σε Αριστ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.· υπερθ. -ώτατος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυχρόνιος: 1) длительный, долгий, продолжительный (ἡ μουναρχίη τοῦ Κροίσου Her.; γένος τοῦ βίου Plat.; ζωή Arst.; ἀποδημία Plut.);
2) долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυχρόνιος -ον [πολύς, χρόνος] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c.