βαρυσίδηρος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρῠσίδηρος:''' [ῐ], -ον, [[βαρύς]] από σίδηρο, σε Πλούτ. | |lsmtext='''βᾰρῠσίδηρος:''' [ῐ], -ον, [[βαρύς]] από σίδηρο, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρυσίδηρος:''' из тяжелого железа, тяжеловесный ([[ῥομφαία]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A heavy with iron, Plu.Aem.18.
German (Pape)
[Seite 435] ῥομφαία, schwer von Eisen, Plut. Aemil. 18.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρὺς ἐκ τοῦ σιδήρου, ῥομφαία, Πλούτ. Αἰμιλ. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un fer ou d’un acier pesant (épée).
Étymologie: βαρύς, σίδηρος.
Spanish (DGE)
-ον
de hierro pesado ὀρθὰς δὲ ῥομφαίας βαρυσιδήρους ... ἐπισείοντες blandiendo mandobles de hierro pesados y rectos PIu.Aem.18.
Greek Monolingual
βαρυσίδηρος, -ον (AM)
βαρύς από το πολύ σίδερο.
Greek Monotonic
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρύς από σίδηρο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυσίδηρος: из тяжелого железа, тяжеловесный (ῥομφαία Plut.).