ἐγκαθείργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(big3_13)
(2)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[encerrar]] fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[quedar encerrado o atrapado dentro]] ἡ [[ἀναθυμίασις]] Plu.2.951c, ἡ [[δασύτης]] τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho <i>Fr</i>.5.
|dgtxt=[[encerrar]] fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[quedar encerrado o atrapado dentro]] ἡ [[ἀναθυμίασις]] Plu.2.951c, ἡ [[δασύτης]] τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho <i>Fr</i>.5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαθείργνῡμι:''' досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии (ἡ [[ἀναθυμίασις]] ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 703] (s. εἵργνυμι), = Folgdm; Plut. prim. frig. 15.

French (Bailly abrégé)

tenir enfermé dans.
Étymologie: ἐν, καθείργνυμι.

Spanish (DGE)

encerrar fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A
en v. pas. quedar encerrado o atrapado dentroἀναθυμίασις Plu.2.951c, ἡ δασύτης τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho Fr.5.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθείργνῡμι: досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии (ἡ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.).