ἐπιθετικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθετικός:''' -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), [[έτοιμος]] προς [[επίθεση]], <i>θηρίοις</i>, σε Ξεν.· [[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιθετικός:''' -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), [[έτοιμος]] προς [[επίθεση]], <i>θηρίοις</i>, σε Ξεν.· [[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθετικός:''' <b class="num">1)</b> всегда готовый к нападению, рьяный (ὁ [[κύων]] ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.);<br /><b class="num">2)</b> предприимчивый, деятельный ([[στρατηγός]] Xen.; ἐπιθετικώτατος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθετικός Medium diacritics: ἐπιθετικός Low diacritics: επιθετικός Capitals: ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epithetikós Transliteration B: epithetikos Transliteration C: epithetikos Beta Code: e)piqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ready to attack, θηρίοις X.Mem.4.1.3; enterprising, στρατηγός ib.3.1.6, Str.3.4.5; ἐπιθετικώτατον περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist.Pol. 1315a11: -κόν, τό, enterprise, Corn.ND21.    2. = ἐπιθέτης 1, Ptol. Tetr.165.    II. added: τὸ ἐ. the adjective, A.D.Synt.81.17 (pl.); . σύνταξις, προσηγορίαι, ib.18.7, D.S.4.5. Adv. -κῶς Corn.ND35, Sch. Il.13.29: Comp. -ώτερον A.D.Synt.81.15.

German (Pape)

[Seite 942] ή, όν, gern angreifend, unternehmend; στρατηγός Xen. Mem. 3, 1, 6; von Hunden, ἐπιθ. τοῖς θηρίοις 4, 1, 3; ἐπιθετικώτατον γὰρ τοιοῦτον ἦθος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist. polit. 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im Ggstz des τελεστικός, id. Physiogn. 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – hinzugesetzt, τὸ ἐπιθετικόν, das Adjectivum, Gramm. – Adv. ἐπιθετικῶς, zugesetzt, Schol. Il. 13, 29 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui met volontiers la main à, entreprenant, hardi : τινι contre qqn.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιθετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την τάση να επιτίθεται («επιθετική συμπεριφορά», «τὸν στρατηγὸν εἶναι χρὴ ἐπιθετικόν», Στράβ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επίθετο, που έχει την ιδιότητα ή τη θέση επιθέτου («επιθετικός προσδιορισμός»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που έχει χαρακτήρα επιθέσεως («επιθετική κίνηση»)
2. αυτός που εκδηλώνεται με επίθεσηεπιθετικός πόλεμος»)
3. (για πολεμικά όργανα) αυτός που χρησιμεύει για επίθεση («επιθετικά όπλα»)
αρχ.
1. τολμηρός, επιχειρηματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθετικόν
α) επιχείρηση
β) επίθετο.

Greek Monotonic

ἐπιθετικός: -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), έτοιμος προς επίθεση, θηρίοις, σε Ξεν.· επιχειρηματικός, τολμηρός, θαρραλέος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθετικός: 1) всегда готовый к нападению, рьяный (ὁ κύων ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.);
2) предприимчивый, деятельный (στρατηγός Xen.; ἐπιθετικώτατος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arst.).