ἐπιδημία: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδημία:''' ἡ, [[διαμονή]] σε ένα [[μέρος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπιδημία:''' ἡ, [[διαμονή]] σε ένα [[μέρος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδημία:''' ἡ пребывание, жительство Xen., Plat., Men.
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδημία Medium diacritics: ἐπιδημία Low diacritics: επιδημία Capitals: ΕΠΙΔΗΜΙΑ
Transliteration A: epidēmía Transliteration B: epidēmia Transliteration C: epidimia Beta Code: e)pidhmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stay in a place, Pl.Prm.127a; αἱ ἐ. αἱ τῶν συμμάχων X.Ath.1.18; of an Emperor, visit, OGI517.7 (Thyatira, iii A.D.), Hdn.3.14.1.    2. ἐ. εἰς . . arrival at . . IG3.1023.    3. prevalence of an epidemic, νουσήματος Hp.Nat.Hom.9; of rain, Ael. NA5.13.    4. Dor. ἐπιδᾱμία, ἡ, right of residence, IG12(1).43 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 937] ἡ, das in der Heimath sein, der Aufenthalt an einem Orte, ἀνεγνώρισέ με ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας Plat. Parm. 127 a; διὰ τὰς ἐπιδημίας τὰς τῶν συμμάχων Xen. Rep. Ath. 1, 17; Sp.; Heimathsrecht, ἐπιδαμία δέδοταί τινι, Inscr. Rhein. Mus. N. F. IV, 2 p. 166. – Von Krankheiten, die Verbreitung in einem Volke, Hippocr. – Die Ankunft, Hdn. 3, 14, 8; auch ὑετοῦ ἀπειλοῦντος Ael. H. A. 5, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 séjour dans un pays;
2 arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.
Étymologie: ἐπίδημος.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιδημία) επιδημώ
1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής
2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών»)
3. παραμονή στον τόπο κατοικίας («άδεια επιδημίας τών αρχαιολόγων»)
4. η έλευση και παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.-μσν.
1. άφιξη και παραμονή σε ξένη χώρα («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)
2. δικαίωμα, άδεια παραμονής σε έναν τόπο.

Greek Monolingual

ἐπιδήμια, τὰ (AM)
ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)].

Greek Monotonic

ἐπιδημία: ἡ, διαμονή σε ένα μέρος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδημία: ἡ пребывание, жительство Xen., Plat., Men.