ἐπίσσυτος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίσσῠτος:''' <b class="num">1)</b> неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> бурно вторгающийся, внезапный ([[φάμα]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι)
A rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.
Greek Monolingual
ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπίσσῠτος: -ον (ἐπέσσυμαι, παρακ. του ἐπισεύω), ορμητικός, αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με ορμή, λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· βίαιος, αιφνίδιος, λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., ορμητικός, τὰς φρένας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσσῠτος: 1) неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);
2) бурно вторгающийся, внезапный (φάμα Eur.).