εὔμοιρος: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), [[ευτυχισμένος]] με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί [[καλή]] [[περιουσία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''εὔμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), [[ευτυχισμένος]] με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί [[καλή]] [[περιουσία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔμοιρος:''' <b class="num">1)</b> одаренный счастьем, получивший счастливый удел Luc.;<br /><b class="num">2)</b> участвующий (в чем-л.), причастный Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A well-endowed by fortune, B.5.1; opp. ἄμοιρος, Pl.Smp.197d, cf. Ph.1.282, Call.Del. 295, AP6.278 (Rhian.), Luc.JConf.19. Adv. -ρως, ἀποθανεῖν J.AJ 8.12.6; βιώσασα IG12(5).319 (Paros): Comp. -ότερον, ἀποθνῄσκειν App.Hann.29.
German (Pape)
[Seite 1081] der ein gutes Loos hat, glücklich, χθών Aesch. Eum. 850; Callim. Del. 295 u. a. sp. D.; Prosa, theilhaftig, Ggstz ἄμοιρος, Plat. Conv. 197 d. – Adv. εὐμοίρως, glücklich, ἀποθανεῖν Ios.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμοιρος: -ον, εὔκληρος, ὄλβιος, καλόμοιρος, εὐτυχής, εὐδαίμων, ἀντίθετον τῷ ἄμοιρος, Πλάτ. Συμπ. 197D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀνθ. Π. 6. 278, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 19· περὶ τῆς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμενίσι 890 γραφῆς τοῦ κώδικος: τῇ δὲ γ’ ἀμοίρου, ἴδε γημόρος. - Ἐπίρρ. -ρως, = εὐτυχῶς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου: Συγκρ. -ότερον, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien partagé, heureux.
Étymologie: εὖ, μοῖρα.
Greek Monolingual
εὔμοιρος, -ον (Α)
καλότυχος, τυχερός, ευτυχής.
επίρρ...
εὐμοίρως (Α)
ευτυχισμένα, με καλή τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μοίρα].
Greek Monotonic
εὔμοιρος: -ον (μοῖρα), ευτυχισμένος με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί καλή περιουσία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὔμοιρος: 1) одаренный счастьем, получивший счастливый удел Luc.;
2) участвующий (в чем-л.), причастный Plat.