κακομέλετος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκομέλετος:''' -ον ([[μέλομαι]]), [[πλήρης]], [[γεμάτος]] κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κᾰκομέλετος:''' -ον ([[μέλομαι]]), [[πλήρης]], [[γεμάτος]] κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκομέλετος:''' предвещающий беду, зловещий (ἰά Aesch.).
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομέλετος Medium diacritics: κακομέλετος Low diacritics: κακομέλετος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΛΕΤΟΣ
Transliteration A: kakoméletos Transliteration B: kakomeletos Transliteration C: kakomeletos Beta Code: kakome/letos

English (LSJ)

ον, (μελέτη)

   A busied with evil, full of evil augury, κ. ἰά A.Pers. 937 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1301] ἰά, Aesch. Pers. 936, nach Schol. θρῆνον ἀμελῆ καὶ ἄμουσον ἔχουσα, Unglück singend, von μέλος od. μελετάω.

Greek (Liddell-Scott)

κακομέλετος: -ον, (μελέτη, οὐχὶ ἐκ τοῦ μέλος) πλήρης κακῶν οἰωνῶν, κακομέλετον ἰὰν Μαριανδυνοῦ θρηνητῆρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 936, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. Μαριανδυνὸς θρῆνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chante des malheurs.
Étymologie: κακός, μελέτη.

Greek Monolingual

κακομέλετος, -ον (Α)
ο γεμάτος κακούς οιωνούς, δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μελετῶ].

Greek Monotonic

κᾰκομέλετος: -ον (μέλομαι), πλήρης, γεμάτος κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομέλετος: предвещающий беду, зловещий (ἰά Aesch.).