καταναρκάω: Difference between revisions
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(5) |
(2b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[οκνός]], [[νωθρός]], [[τεμπέλης]] [[έναντι]], [[πιέζω]] με [[δύναμη]] πάνω σε, με γεν., σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''καταναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[οκνός]], [[νωθρός]], [[τεμπέλης]] [[έναντι]], [[πιέζω]] με [[δύναμη]] πάνω σε, με γεν., σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταναρκάω:''' досл. приводить в оцепенение, перен. досаждать, быть в тягость (οὐδενός NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1365] eigtl. erstarren machen; durch häufiges Fordern lästig fallen, τινός, N. T. – Pass. ganz erstarren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
καταναρκάω: ἐνερ., καταναρκᾶν τινος, ἐκ νάρκης ἀμελῶ τινος, ὡς νεναρκωμένος ἢ ὀκνηρὸς φέρομαι πρός τι, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 9., ιβ΄, 13.― Παθ., καταναρκάομαι, ἐντελῶς ναρκοῦμαι, κυριεύομαι ὑπὸ νάρκης ἢ ἀναισθησίας, «μουδιάζω» ἐντελῶς, καταναρκῶνται τὸ σῶμα Ἱππ. Ἄρθρ. 816 κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
employer un narcotique contre ; rendre lourd, accabler, plonger dans la torpeur ; Pass. être plongé dans la torpeur.
Étymologie: κατά, ναρκάω.
English (Strong)
from κατά and narkao (to be numb); to grow utterly torpid, i.e. (by implication) slothful (figuratively, expensive): be burdensome (chargeable).
English (Thayer)
κατανάρκω: future καταναρκήσω; 1st aorist κατενάρκησα; (ναρκάω to become Numbers , torpid; in the Sept. translation to affect with numbness, make torpid, νάρκη torpor); properly, to cause to grow numb or torpid; intransitive, to be to torpid, inactive, to the detriment of one; to weigh heavily upon, be burdensome to: τίνος (the genitive of person), Hesychius κατενάρκησα. κατεβάρησα (others, ἐβαρυνα)); Jerome, ad Algas. 10 (iv. 204, Benedict. edition)), discovers a Cilicism in this use of the word (cf. Winer s Grammar, 27). Among secular authors used by Hippocrates alone, and in a passive sense, to be quite numb or stiff.
Greek Monotonic
καταναρκάω: μέλ. -ήσω, είμαι οκνός, νωθρός, τεμπέλης έναντι, πιέζω με δύναμη πάνω σε, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καταναρκάω: досл. приводить в оцепенение, перен. досаждать, быть в тягость (οὐδενός NT).