Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπιστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-πιστεύω vertrouwen hebben.
|elnltext=κατα-πιστεύω vertrouwen hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπιστεύω:''' доверять(ся), питать доверие (τινί Polyb.): πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Plut. все (жители Милета), доверившиеся (Лисандру), были перебиты.
}}
}}

Revision as of 22:38, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπιστεύω Medium diacritics: καταπιστεύω Low diacritics: καταπιστεύω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: katapisteúō Transliteration B: katapisteuō Transliteration C: katapisteyo Beta Code: katapisteu/w

English (LSJ)

   A trust, ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι Plb.2.3.3; τινι Hld.4.13: c. pres. or fut. inf., Id.6.7, 1.23; ἐν φίλοις LXXMi.7.5: abs., feel confidence, Plu.Lys.8, Gal.12.692.    II entrust, τινὶ τὴν ἄμυναν, τὴν διοίκησιν, Zos.1.36, 3.2; ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξουσίᾳ τοσαύτης ἀρχῆς κίνδυνον Id.1.5; τινι c. inf., Sammelb. 5273.4 (v A. D.):—Pass., to be entrusted, POxy.136.8 (vi A. D.): also in pf. part., devoted, ἀνὴρ ταῖς Μούσαις -πεπιστευμένος Phalar.Ep.93.1.

German (Pape)

[Seite 1370] anvertrauen, τινί τι, Sp.; – trauen, τινί, Pol. 2, 3, 3 u. öfter; absolut, Plut. Lysand. 8.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιστεύω: πιστεύω πολύ, παρέχω τυφλὴν πίστιν, ἔχω πεποίθησιν, ἄνευ πτώσεως, πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Πλουτ. Λύσ. 8· τινί, εἴς τινα, Πολύβ. 2.3, 3. ΙΙ. ἐμπιστεύομαι, τινί τι, Ζώσιμ. 1, 5 καὶ 36., 3, 2.- Παθ., μὲ ἐμπιστεύεταί τις, Φάλαρ. 2) Παθ., ὡσαύτως, μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπιστεύεταί τι εἰς ἐμέ, καταπιστευθεὶς τὰ τῆς πόλεως χρήματα· τὴν καταπεπιστευμένην αὐτῷ διακονίαν Φωτ. Ἐπ. 178, Βιβλ. 497, 6.

French (Bailly abrégé)

se confier, être confiant.
Étymologie: κατά, πιστεύω.

Greek Monolingual

καταπιστεύω (AM)
1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτικαταπιστεύω ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.)
2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» — μέ εμπιστεύεται κάποιος, γίνομαι αντικείμενο εμπιστοσύνης από κάποιον («ταῑς Μούσαις καταπεπιστευμένος» — που τον έχουν εμπιστευθεί οι Μούσες, Φάλαρ.)
β) «καταπιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύεται κάποιος κάτι («καταπιστευθεὶς τὰ της πόλεως χρήματα», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιστεύω «εμπιστεύομαι»].

Greek Monotonic

καταπιστεύω: μέλ. -σω, έχω τυφλή εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πιστεύω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πιστεύω vertrouwen hebben.

Russian (Dvoretsky)

καταπιστεύω: доверять(ся), питать доверие (τινί Polyb.): πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Plut. все (жители Милета), доверившиеся (Лисандру), были перебиты.