κληροδοσία: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(20) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κλεροδοσιά, η (AM [[κληροδοσία]]) [[κληροδότης]]<br /><b>1.</b> το να δίνει [[ένας]] [[κάτι]] με κλήρο, με [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> [[κληρονομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> περιουσιακή [[ωφέλεια]] που αποκτά [[κάποιος]] με [[διάταξη]] διαθήκης [[χωρίς]] να γίνεται [[κληρονόμος]]<br /><b>2.</b> η [[διάταξη]] της διαθήκης που περιέχει την [[κληροδοσία]], [[καθώς]] και το σχετικό με αυτήν [[δικαίωμα]] του κληροδόχου<br /><b>3.</b> το [[αντικείμενο]] που κληροδοτείται<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διανομή]] γης, γεωργικών κλήρων. | |mltxt=και κλεροδοσιά, η (AM [[κληροδοσία]]) [[κληροδότης]]<br /><b>1.</b> το να δίνει [[ένας]] [[κάτι]] με κλήρο, με [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> [[κληρονομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> περιουσιακή [[ωφέλεια]] που αποκτά [[κάποιος]] με [[διάταξη]] διαθήκης [[χωρίς]] να γίνεται [[κληρονόμος]]<br /><b>2.</b> η [[διάταξη]] της διαθήκης που περιέχει την [[κληροδοσία]], [[καθώς]] και το σχετικό με αυτήν [[δικαίωμα]] του κληροδόχου<br /><b>3.</b> το [[αντικείμενο]] που κληροδοτείται<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διανομή]] γης, γεωργικών κλήρων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κληροδοσία:''' ἡ распределение по жребию Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:01, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A distribution of land, LXX Ps.77(78).55, D.S.5.53.
German (Pape)
[Seite 1450] ἡ, Vertheilung durchs Loos, D. Sic. 5, 53; auch = die Erbschaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κληροδοσία: ἡ, ἡ διὰ κλήρου διανομή, Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.
Greek Monolingual
και κλεροδοσιά, η (AM κληροδοσία) κληροδότης
1. το να δίνει ένας κάτι με κλήρο, με κλήρωση
2. κληρονομιά
νεοελλ.
(νομ.)
1. περιουσιακή ωφέλεια που αποκτά κάποιος με διάταξη διαθήκης χωρίς να γίνεται κληρονόμος
2. η διάταξη της διαθήκης που περιέχει την κληροδοσία, καθώς και το σχετικό με αυτήν δικαίωμα του κληροδόχου
3. το αντικείμενο που κληροδοτείται
αρχ.
η διανομή γης, γεωργικών κλήρων.
Russian (Dvoretsky)
κληροδοσία: ἡ распределение по жребию Diod.