κοινόβιος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[κοινόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κοινόβιο]](<i>ν</i>)<br />α) <b>εκκλ.</b> το [[μοναστήρι]] στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν [[κοινή]] [[λατρεία]], έχουν [[κοινή]] [[κατοικία]] και [[διατροφή]] και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι<br />β) η από κοινού [[συμβίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (στη Λαϊκή Κίνα) [[μεγάλος]] [[αγροτικός]] [[παραγωγικός]] [[συνεταιρισμός]] με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, [[βασικός]] [[πυρήνας]] της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η [[διαβίωση]] σε [[κοινότητα]]<br />β) <b>βιολ.</b> [[σύνολο]] πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα [[είδος]] αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε [[πολλά]] [[φύκη]] της ομάδας βολβοκώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιωνό</i>-<i>βιος</i>, <i>εφημερό</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (AM [[κοινόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κοινόβιο]](<i>ν</i>)<br />α) <b>εκκλ.</b> το [[μοναστήρι]] στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν [[κοινή]] [[λατρεία]], έχουν [[κοινή]] [[κατοικία]] και [[διατροφή]] και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι<br />β) η από κοινού [[συμβίωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (στη Λαϊκή Κίνα) [[μεγάλος]] [[αγροτικός]] [[παραγωγικός]] [[συνεταιρισμός]] με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, [[βασικός]] [[πυρήνας]] της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η [[διαβίωση]] σε [[κοινότητα]]<br />β) <b>βιολ.</b> [[σύνολο]] πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα [[είδος]] αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε [[πολλά]] [[φύκη]] της ομάδας βολβοκώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιωνό</i>-<i>βιος</i>, <i>εφημερό</i>-<i>βιος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κοινόβιος:''' ὁ совместная жизнь, общежитие Gell.
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόβῐος Medium diacritics: κοινόβιος Low diacritics: κοινόβιος Capitals: ΚΟΙΝΟΒΙΟΣ
Transliteration A: koinóbios Transliteration B: koinobios Transliteration C: koinovios Beta Code: koino/bios

English (LSJ)

ον,

   A living in community with others, Ptol.Tetr.119, Iamb. VP5.29.    II as Subst. κοινόβιον, τό, life in community, dub. l. in Gell.1.9 fin.    2 monastery, Just.Nov.123.36, al., PSI8.953.9 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1468] mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ κοινόβιον, ein Kloster, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόβιος: -ον, ζῶν κοινοβιακῶς μετ’ ἄλλων, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 119. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοινόβιον, τό, βίος ἐν κοινότητι, πιθανὴ γραφ. ἐν Γελλ. 1. 9, ἐν τέλ. 2) = Λατ. coenobium, κοινοβιακὸν μοναστήριον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM κοινόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους
2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν)
α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι
β) η από κοινού συμβίωση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) (στη Λαϊκή Κίνα) μεγάλος αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, βασικός πυρήνας της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η διαβίωση σε κοινότητα
β) βιολ. σύνολο πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα είδος αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε πολλά φύκη της ομάδας βολβοκώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, εφημερό-βιος].

Russian (Dvoretsky)

κοινόβιος: ὁ совместная жизнь, общежитие Gell.